Πριν 21 περίπου χρόνια, με το διαφημιστικό μήνυμά της, η ΕΛΣΤΑΤ και ο Σπύρος Παπαδόπουλος μας καλούσαν να συμμετάσχουμε στην απογραφή γιατί «ωραίοι είμαστε αλλά πόσοι είμαστε»; Δεν ξέρω μετά από δύο δεκαετίες και όσα ακολούθησαν (χρεοκοπία, πανδημική κρίση) πόσο ωραίοι συνεχίζουμε να νιώθουμε αλλά σίγουρα είμαστε πλέον λιγότεροι.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 383.805 κατοίκους τα τελευταία δέκα χρόνια, καθώς το 2011 είχε υπολογιστεί σε 10.815.197 και σήμερα είναι 10.432.481. Πρόκειται για μια μείωση της τάξης του 3,5%. Να σημειωθεί ότι από τις 13 Περιφέρειες της χώρας στις 12 είχαμε πτώση στον πληθυσμό, ενώ σε μία, στο Νότιο Αιγαίο (περιλαμβάνει τα νησιωτικά συμπλέγματα της Δωδεκανήσου και των Κυκλάδων), υπήρχε αύξηση.
Οι λόγοι της μείωσης – αντί της προσδοκώμενης αύξησης του πληθυσμού – πολλοί. Η υπογεννητικότητα, η οικονομική μετανάστευση Ελλήνων – νέων κυρίως σε αναζήτηση ενός καλύτερου επαγγελματικού μέλλοντος – όπως και η επιστροφή αλλοδαπών μεταναστών στις πατρογονικές τους εστίες, η πρόσφατη πανδημία (οι θάνατοι υπερβαίνουν σε αριθμό τους 30.000) αλλά και η αλλαγή στο πρότυπο ζωής μας (μικρότερη επιθυμία για δημιουργία οικογένειας, έμφαση στην καριέρα και στα υλικά αγαθά) είναι μερικοί από τους λόγους που εξηγούν τη σημαντική μείωση του πληθυσμού. Κάποιοι από τους ανωτέρω λόγους (αλλαγή προτύπου ζωής, υπογεννητικότητα, θάνατοι από την πανδημία του κορωνοιού) υπάρχουν στις περισσότερες χώρες της Δύσης. Άλλοι (όπωςη οικονομική μετανάστευση) εμφανίζονται κυρίως στη χώρα μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η τάση, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα εξακολουθήσει να είναι πτωτική με τις προβλέψεις να μιλούν για μείωση του πληθυσμού σε ποσοστό που θα υπερβεί το 20% τις επόμενες δεκαετίες.
Το πρώτο συμπέρασμα από τη φετινή απογραφή είναι ότι η μεγέθυνση της οικονομίας δίνει και τη δυνατότητα για αύξηση του πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο ότι αυξήθηκε ο πληθυσμός σε Κυκλάδες και Δωδεκάνησα. Είναι οι περιοχές που η θεαματική αύξηση του τουριστικού προϊόντος την τελευταία δεκαετία προσέλκυσε και περισσότερους συνανθρώπους μας, σε αντίθεση με τη συνήθη μανιέρα των προηγούμενων δεκαετιών που οφείλονταν στην αστυφιλία και οδήγησε σε υπερμεγέθη αστικά κέντρα και σε μια υδροκέφαλη Αθήνα.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η συζήτηση για το δημογραφικό δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται άτακτα και με επικοινωνιακούς όρους. Πρέπει να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος ενός προγραμματικού πλαισίου για την Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών. Πρέπει να προτεραιοποιηθεί τόσο στην ιεράρχηση της ατζέντας των μέσων ενημέρωσης όσο και στη θεματολογία των κομμάτων και της πολιτείας. Η οικονομική ενίσχυση πολύτεκνων και μονογονεϊκών οικογενειών, τα φορολογικά κίνητρα για τη δημιουργία οικογενειακής εστίας, η εκμηδένιση του κόστους (φάρμακα και ιατρική περίθαλψη) για τα υπογόνιμα ζευγάρια που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν πρέπει να αποτελέσουν μερικές από τις ειδικές στοχευμένες πολιτικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Προφανώς, πέραν του ειδικού, κομβικό ρόλο θα διαδραματίσει και το γενικό. Εάν δεν επιστρέψουμε στην κανονικότητα, δεν διασφαλίσουμε προοπτική και σταθερό οικονομικό περιβάλλον για όλους τους Έλληνες, το πρόβλημα θα παραμείνει. Και εδώ η πολιτική καλείται να διαδραματίσει το σημαντικότερο ρόλο. Συνεπώς, σε τελική ανάλυση οι επιλογές ενός εκάστου και εκάστης εξ ημών…