Οι ειδικοί συμφωνούν. Η ηχορύπανση βλάπτει σοβαρά την υγεία των αυτιών μας. Ειδικότερα, μελέτεςκαταδεικνύουν ότι η έκθεση σε μη ασφαλή επίπεδα ήχου μέσα από διάφορα χόμπι, όπως η μουσική ή ακόμη και το κυνήγι και ο θόρυβος στους χώρους εργασίας, συνδέεται άμεσα με μερική απώλεια ακοής. Ο κίνδυνος μεγαλώνει ανάλογα με την ηλικία.
Οι στατιστικές από τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) δείχνουν ότι περίπου το 12% των ενηλίκων ηλικίας από 18 έως 39 ετών αναφέρει δυσκολία στην ακοή, μετά από συνομιλία εν μέσω θορύβου. Περίπου το 6% βιώνει «κουδούνισμα» στα αυτιά, γνωστό και ως εμβοές. Αυτά τα ποσοστά αυξάνονται σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες και, επιπλέον, επηρεάζουν δυσμενώς την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων.
Η Ανατολή Παταρίδου, MD, χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής & τραχήλου, Παιδο-ΩΡΛ, επιστημονική συνεργάτης Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ-ΜΗΤΕΡΑ, εξηγεί: «Το ζήτημα είναι ότι η έκθεση στο θόρυβο, παρόλο που δεν είναι κάτι απτό, κάτι χειροπιαστό, έχει πολλές και διαφορετικές επιπτώσεις, άμεσες όσο και μακροχρόνιες στη γενικότερη υγεία. Και, μάλιστα, όχι μόνο στα ηλικιωμένα άτομα, όπως ίσως φαντάζονται κάποιοι. Η ζημιά είναι μεγαλύτερη σε παιδιά και σε νέους».
Κάποιες ιδιαίτερα προσφιλείς συνήθειες μεταξύ των παιδιών και των νέων, όπως είναι η παρατεταμένη χρήση ακουστικών και τα ηχεία, δημιουργούν πολλά προβλήματα, που επηρεάζουν την οικογένεια, τις σχέσεις, τις σπουδές, την καριέρα και ευθύνονται για το κοινωνικό στίγμα.
«Αξιωματούχοι του ΠΟΥ εκτιμούν ότι πάνω από ένα δισεκατομμύριο νέοι στον κόσμο κινδυνεύουν να χάσουν την ακοή τους, εξαιτίας των φορητών συσκευών παραγωγής ήχου – δεν ξεφεύγουν ούτε τα smartphones. Ειδικά για τα ακουστικά, πρέπει να φοριούνται το πολύ 90 λεπτά την ημέρα, ρυθμισμένα στο 80% της έντασης», αναφέρει η κα Παταρίδου.
Διαβήτης, υπέρταση, μολύνσεις στα αυτιά πολύ συχνές μετά το καλοκαίρι, αλλά και η χρήση ωτοτοξικών φαρμάκων, η γενετική προδιάθεση και η γήρανση ενοχοποιούνται επίσης για προβλήματα στην ακοή.
Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος: Τα αυτιά μας, λοιπόν, είναι απροστάτευτα απέναντι σε όλους αυτούς τους δυνητικούς κινδύνους και άρα τρομερά ευάλωτα; Ευτυχώς όχι. Τα αυτιά έχουν τους δικούς τους μηχανισμούς προστασίας, για να προφυλάσσονται από τους δυνατούς ήχους.
Ο πρώτος μηχανισμός, επισημαίνει η κα Παταρίδου, αφορά στις περιπτώσεις που το ηχητικό ερέθισμα ξεπερνά τα 140db. Όταν δυνατοί ήχοι προκαλούν μεγάλους κραδασμούς του ακουστικού τυμπάνου, οι μύες περιστρέφουν ελαφρά τα ακουστικά οστάρια, τα οποία κινούνται από άκρη σε άκρη, αντί μπρος-πίσω. Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται λιγότερη δύναμη προς το εσωτερικό του αυτιού, έχοντας ως αποτέλεσμα το καταλάγιασμα του ξαφνικού ήχου.
Ο δεύτερο μηχανισμός είναι η αντανακλαστική κίνηση του αυτιού να τεντώνει το τύμπανο. Με αυτόν τον τρόπο δεν επιτρέπεται στα οστάρια να μεταφέρουν ενέργεια στον κοχλία και ελαττώνεται αυτόματα η ευαισθησία του αυτιού.
«Οι ωτοασπίδες (π.χ. ειδικές ωτοασπίδες εργασίας), η μείωση της έντασης της τηλεόρασης και της μουσικής, η χρήση ακουστικών παλαιού τύπου και η αποφυγή παραμονής επί μακρόν σε χώρους με δυνατή μουσική, μας βοηθάνε να προστατέψουμε τα αυτιά μας», λέει η χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής & τραχήλου, Παιδο-ΩΡΛ.
Τα διπλά τζάμια, οι αθόρυβες ηλεκτρικές συσκευές και τα πολλά φυτά στα μπαλκόνια μας θωρακίζουν έναντι της απειλητικής ηχορύπανσης. Βέβαια αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται και εκτενής έλεγχος της ακοής μας μία φορά το χρόνο, με ακοόγραμμα και άλλες εξειδικευμένες ιατρικές εξετάσεις από τον ειδικό ιατρό, που είναι ο ωτορινολαρυγγολόγος σε αυτή την περίπτωση. Συχνά αρκεί ο σωστός καθαρισμός των αυτιών, που πρέπει να γίνεται από τον ιατρό.