Σύμφωνα με τον δρ S.V. Subramanian ερευνητή από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας Πανεπιστημίου Hasrvard, είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται επίδραση του ύψους της μητέρας στην υγεία των παιδιών.
Ο δρ Subramanian και συνάδελφοί του εξέτασαν τα δεδομένα από 54 αναπτυσσόμενες χώρες, τα οποία συγκεντρώθηκαν μεταξύ 1991 και 2008 για σχεδόν 3 εκατομμύρια γεννήσεις από περισσότερες από 750.000 γυναίκες, ηλικίας 15-49 ετών. Οι μητέρες διαχωρίστηκαν σε 5 κατηγορίες ύψους.
Συνολικά, σχεδόν 12% των παιδιών στη μελέτη πέθαναν πριν την ηλικία των 5 ετών.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι με κάθε χαμηλότερη κατηγορία ύψους, αυξανόταν πολύ ο κίνδυνος παιδικής θνησιμότητας.
Τα παιδιά που γεννήθηκαν από πιο κοντές μητέρες είχαν περίπου 40% υψηλότερο κίνδυνο να πεθάνουν σε παιδική ηλικία, σε σχέση με αυτά που γεννήθηκαν από τις ψηλότερες μητέρες.
Ο κίνδυνος θανάτου σε αυτά που γεννήθηκαν από τις ψηλότερες μητέρες ήταν περίπου 1 στα 14, έναντι περίπου 1 στα 7 αυτών που γεννήθηκαν από τις πιο κοντές.
Πιο έντονες διαφορές παρατηρήθηκαν στην αδυναμία των παιδιών να αναπτυχθούν φυσιολογικά.
Κάθε χαμηλότερη κατηγορία ύψους της μητέρας σχετίστηκε με «πολύ υψηλότερο» κίνδυνο των παιδιών να είναι λιποβαρή και να είναι κάτω του μετρίου αναστήματος.
Το ύψος της μητέρας ήταν «ο πιο σημαντικός παράγοντας» στον καθορισμό του κινδύνου αποτυχίας σωματικής αύξησης: ήταν δύο φορές σημαντικότερο από το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας και 1,5 φορά σημαντικότερο από το εισόδημά της.
«Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η σταθερότητα των ευρημάτων» σχολίασε ο δρ Subramanian.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι παρουσιάζουν τα ευρήματά τους στο τελευταίο της επιστημονικής επιθεώρησης Journal of the American Medical Association (JAMA), τα δεδομένα δείχνουν ότι η διατροφή έχει επιπτώσεις όχι μόνο στη συγκεκριμένη γενιά, αλλά και στην επόμενη.
Επειδή το ύψος στην ενήλικη ζωή «αντικατοπτρίζει το κακό διατροφικό περιβάλλον της μητέρας στα πρώτα χρόνια της ζωής της», τα αποτελέσματα έχουν σημασία για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων διατροφής, εξηγεί ο δρ Subramanian.
«Θα πρέπει να επικεντρωθούμε σε παρεμβάσεις που αποδίδουν και στις επόμενες γενιές, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται όταν επενδύουμε στα παιδιά – ιδίως στα κορίτσια ηλικίας 5 έως 15 ετών» δηλώνει ο δρ Subramanian.