Αυτό αναφέρουν επιστήμονες από τον Καναδά, οι οποίοι συνέκριναν τις «γλυκιές» προτιμήσεις ομάδας εθελοντριών με την πυκνότητα των μαστών τους, η οποία αποτελεί έναν καλά τεκμηριωμένο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο.
Στη μελέτη τους συμμετείχαν 1.555 γυναίκες, οι μισές εκ των οποίων είχαν περάσει την κλιμακτήριο και οι άλλες όχι.
Οι γυναίκες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια διατροφής, που μεταξύ άλλων περιείχαν ερωτήματα για την κατανάλωση γλυκισμάτων (όπως η σοκολάτα, τα ντόνατς, οι τούρτες και οι τάρτες), ροφημάτων με προσθήκη ζάχαρης (όπως οι χυμοί φρούτων και τα αναψυκτικά) και επιτραπέζιας ζάχαρης (η ζάχαρη που προστίθεται σε φαγητό και ροφήματα).
Οι γυναίκες υποβλήθηκαν επίσης σε μαστογραφία για να αξιολογηθεί η πυκνότητα των μαστών τους.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «BMC Public Health», όσες προεμμηνοπαυσικές εθελόντριες έπιναν περισσότερες από τρεις μερίδες ροφημάτων με ζάχαρη την εβδομάδα είχαν κατά 3% μεγαλύτερη πυκνότητα μαστών σε σύγκριση με όσες δεν έπιναν καθόλου. Κάθε μερίδα αντιστοιχούσε σε 335 ml (όσο είναι ένα κουτάκι αναψυκτικού).
Το ίδιο ίσχυε και για τις εθελόντριες που είχαν περάσει την κλιμακτήριο και έτρωγαν πολλά γλυκά.
Η διαφορά του 3% δεν είναι καθόλου μικρή όταν το θέμα είναι ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού, επισήμανε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Κάρολιν Ντιόριο, καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής & Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Λαβάλ, στο Κεμπέκ.
Οι πυκνοί μαστοί είναι παράγοντας κινδύνου για καρκίνο, διότι διαθέτουν λιγότερο λιπώδη ιστό και περισσότερο μαστικό αδένα (είναι αυτός που παράγει και αποθηκεύει το γάλα), με αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερα κύτταρα που μπορεί να γίνουν καρκινικά.
Επιπλέον, όταν αυτά τα κύτταρα αρχίσουν να δημιουργούν αλλοιωμένες περιοχές, μπορεί να καθυστερήσει ο εντοπισμός τους με τη μαστογραφία, επειδή η ευκρίνειά της είναι μειωμένη όταν ο μαστικός ιστός είναι πολύ πυκνός.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ζάχαρη αυξάνει την πυκνότητα των μαστών επειδή διεγείρει την ανάπτυξη των κυττάρων τους.