Το εύρημα προέρχεται από την ανάλυση στοιχείων από 68 μακροχρόνιες μελέτες, που διεξήχθησαν σε 21 χώρες (κυρίως της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής) και σε περισσότερους από 300.000 εθελοντές, την οποία πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ.
Όπως γράφουν στην «Επιθεώρηση της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας» (JAMA), η μέτρηση των επιπέδων της χοληστερόλης στο αίμα αποτελεί παράμετρο-κλειδί για την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου που διατρέχει ένας άνθρωπος.
Την ημέρα της αιμοληψίας, η πάγια ερώτηση των γιατρών προς τους ασθενείς είναι «έχετε φάει;» - και όσοι απαντούν καταφατικά, είθισται να μην υποβάλλονται στην εξέταση αλλά να κλείνουν νέο ραντεβού.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι ειδικοί πιστεύουν πως ο οργανισμός χρειάζεται αρκετές ώρες για να ολοκληρώσει την πέψη του φαγητού και να καθαρίσει τα τυχόν λιπαρά υπολείμματα στο αίμα, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα επίπεδα κυρίως της «κακής» χοληστερόλης – της LDL.
Η άποψη αυτή, όμως, ως φαίνεται είναι λανθασμένη. «Επί δεκαετίες λέγαμε στον κόσμο να μένει αποβραδίς νηστικός για να κάνει το πρωί τις εξετάσεις του», λέει ο επικεφαλής ερευνητής Τζων Ντάνις, καθηγητής Επιδημιολογίας στο Κέιμπριτζ. «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν πως οι μετρήσεις είναι εξίσου ακριβείς – ή ακόμα και λίγο καλύτερες – όταν γίνονται δίχως νηστεία».
Στις μελέτες που αναλύθηκαν συμμετείχαν συνολικά 302.430 εθελοντές, οι οποίοι δεν έπασχαν από στεφανιαία νόσο κατά την έναρξή τους. Με το πέρασμα του χρόνου, καταγράφηκαν 8.857 μη θανατηφόρα εμφράγματος, 3.928 θάνατοι από στεφανιαία νόσο, 2.534 ισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια, 513 αιμορραγικά εγκεφαλικά και 2.536 μη ταξινομημένα εγκεφαλικά.
Η ανάλυση έδειξε ακόμη πως η μέτρηση και των τριγλυκεριδίων δεν προσφέρει κάτι περισσότερο στην εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου των ασθενών απ’ ό,τι η μέτρηση μόνον της χοληστερόλης (ολικής και «καλής»). Ωστόσο, είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση άλλων παραμέτρων, όπως λ.χ. ο κίνδυνος παγκρεατίτιδας