Εξαιρετικά νόστιμα φαγητάόσα περιέχουν μεγάλες ποσότητες λίπους, ζάχαρης και αλατιού- διεγείρουν τον εγκέφαλο να εκκρίνει ντοπαμίνη, η οποία συνδέεται με το κέντρο ευχαρίστησής του και η ευεξία που προκαλούν τα καθιστά «ακαταμάχητα».
Μάλιστα κάποιες φορές κατά τον Κessler ο εγκέφαλος εθίζεται τόσο, που ενεργοποιείται ο νευροδιαβιβαστής ντοπαμίνης απλώς και μόνο στη θέα ενός μπισκότου ή ενός καταστήματος φαστ φουντ και η επιθυμία για φαγητό γίνεται ολοένα και πιο έντονη.
Για τον διαιτολόγο-διατροφολόγο κ. Παρασκευά Παπαχρήστο «είναι μια κατάσταση που δύσκολα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε εθισμό, ωστόσο το πολύ αλάτι και η πολλή ζάχαρη προκαλούν ευεξία και φυσικά ο άνθρωπος ξανατρώει». Προσθέτει δε ότι «οι μεγάλες ποσότητες είναι υπεύθυνες και για τη γρήγορη εμφάνιση αυτού του αισθήματος, πράγμα που καθιστά ακόμη πιο δελεαστικό το φαγητό που τις περιέχει».
Γονιδιακή «μνήμη»
Ο κ. Βλάσης Γκέργκης, καθηγητής στο Τμήμα Τεχνολογίας Τροφίμων του ΤΕΙ Αθηνών, επισημαίνει ότι «ενώ όντως κάποιες τροφές περιέχουν χημικές ουσίες ή φυσικούς ενισχυτές που ενεργοποιούν το μονοπάτι ανταμοιβής του εγκεφάλου και θεωρητικά μπορούν να γίνουν ακαταμάχητες, χωράει πολλή συζήτηση το αν αυτή η “εξάρτηση” δύναται να φτάσει στο σημείο να ενεργοποιείται η ντοπαμίνη στη θέα και μόνο ενός φαστ-φουντ».
Συμπληρώνει δε ότι «αν και είναι αποδεδειγμένο ότι τα γονίδιά μας έχουν “μνήμη” για τη ζάχαρη και τα λίπη, ο κάθε άνθρωπος ανταποκρίνεται διαφορετικά στο κάθε τρόφιμο».
Μεγάλη παγίδα
Για τον κ. Γκέργκη, η βιομηχανία των τροφίμων γνωρίζει και εκμεταλλεύεται την «πληρότητα» που μπορεί να προκαλούν κάποια συστατικά προκειμένου να δημιουργεί δελεαστικά προϊόντα.
Σύμφωνα δε με τον κ. Παπαχρήστο, η λεγόμενη «κρυφή» ζάχαρη και το «κρυφό» αλάτι είναι γνωστό τρικ της βιομηχανίας, «ειδικά στα υποθερμιδικά τρόφιμα- που προτιμά ο καταναλωτής για δίαιτα- ώστε να βελτιώσουν τη γεύση και να τα καταστήσουν επιθυμητά.
Αρκεί να σκεφτείτε ότι ένα τυρί με χαμηλά λιπαρά έχει διπλάσια ποσότητα αλατιού από τη φέτα για να είναι νόστιμο. Ή τα πατατάκια με ελαιόλαδο, τα οποία περιέχουν επίσης διπλάσια ποσότητα αλατιού», αναφέρει. Και, φυσικά, εδώ υποστηρίζει ότι κρύβεται και η μεγάλη παγίδα: «Οι καταναλωτές θεωρούν ότι αγοράζουν κάτι υγιεινό, αλλά στην ουσία δεν είναι».
Τα μυστικά της ετικέτας
O κ. Παπαχρήστος σημειώνει ότι ο κυριότερος τρόπος να προστατευθούν οι καταναλωτές- αν δεν μπορούν να αποφύγουν τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα- είναι να ελέγχουν τις ετικέτες. «Να μην εστιάζουμε μόνο στη διατροφική αξία αλλά να ελέγχουμε τα GDΑ΄s, δηλαδή τις ειδικές επισημάνσεις που αναφέρουν για θερμίδες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, σάκχαρα, λιπαρά, κορεσμένα λιπαρά, νάτριο- αλάτι και φυτικές ίνες που περιέχει το φαγητό ανά μερίδα.
Βέβαια και εδώ υπάρχουν κάποια τρικ που αφορούν τα συστατικά που «εθίζουν» το ανθρώπινο μυαλό. «Όσο μεγαλύτερη περιεκτικότητα ενός συστατικού τόσο πιο πάνω στην ετικέτα πρέπει να βρίσκεται. Το κυριότερο κόλπο γίνεται με την “κρυφή” ζάχαρη, αφού ναι μεν η συνολική περιεκτικότητα είναι μεγάλη αλλά οι εταιρείες τροφίμων χρησιμοποιούν 5 ή 6 διαφορετικούς τύπους σακχάρων και έτσι η ζάχαρη μπαίνει πολύ πιο χαμηλά στην ετικέτα».