Ένας σπάνιος όγκος, ένα δύσκολο στην αντιμετώπιση νεόπλασμα, παρά το γεγονός ότι είχε απέναντί του το μεγαλείο της ψυχής του αθλητή και τις συντονισμένες προσπάθειες μιας εξαιρετικής ογκολογικής ομάδας που προσπάθησε να κάνει τα πάντα, επικράτησε δυστυχώς, σταματώντας οριστικά μια πορεία που ήταν λαμπρή και άφησε το αποτύπωμά της, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο.
«Ως άνθρωπος που έχει χάσει δικούς του από τη νόσο, ως Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας και ως ιατρός ογκολόγος, που δίνει την μάχη καθημερινά μαζί με τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, δεν μπορώ παρά να προβληματίζομαι, ιδιαίτερα κάτι τέτοιες στιγμές, που ο πόνος και ο θάνατος παίρνουν τόσο μεγάλη δημοσιότητα. Εύχομαι και ελπίζω από αυτή τη δημοσιότητα να πήραμε όλοι το σωστό μήνυμα, αυτό το οποίο αφήνει να εννοηθεί στα τελευταία λόγια του και ο ίδιος ο αθλητής. Το ότι είναι ανάγκη η κοινωνία μας να μην αντιμετωπίζει τον καρκίνο ως ταμπού. Είναι ανάγκη στο άκουσμα της λέξης αυτής να μην τρομάζουμε, αλλά να κινητοποιούμαστε προς την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση, προς τη σωστή και έγκυρη ενημέρωση, από ιατρούς που γνωρίζουν, σε κέντρα που έχουν την απαραίτητη εξειδίκευση και μπορούν να προσφέρουν λύσεις. Είναι ανάγκη να γίνει σωστότερη η περίθαλψη των ασθενών με καρκίνο
στη χώρα μας, μέσα από τη βελτίωση των δομών υγείας που ασχολούνται με αυτή τη νόσο.
Η σπανιότητα του συγκεκριμένου όγκου, δεν θα πρέπει να μας κάνει να φανταζόμαστε ότι όλοι οι σπάνιοι καρκίνοι έχουν αυτή την έκβαση ή ότι ο καρκίνος είναι ένα γεγονός που δεν μας αφορά. Ούτε επίσης θα πρέπει να μας εντυπωσιάζει περισσότερο από κάποια άλλα νούμερα που οι ογκολόγοι αντιμετωπίζουν κάθε μέρα, αυτά που αφορούν σε νέες διαγνώσεις άλλων, πιο συχνών καρκίνων όπως ο καρκίνος του μαστού, του πνεύμονα, του παχέος εντέρου, του προστάτη, του μελανώματος, του παγκρέατος. Νούμερα υψηλότατα, τα οποία, ωστόσο, θα ήταν κατά 50% πιο χαμηλά, αν όλοι ακολουθούσαμε ορισμένες απλές καλές συνήθειες, όπως είναι η σωστή διατροφή και η άσκηση, ο εμβολιασμός, η αποφυγή του αλκοόλ, του καπνίσματος και της έκθεσης στον ήλιο, που, μάλιστα, θα έπρεπε να συνδυάσουμε με την πρόληψη μέσω της διενέργειας συγκεκριμένων προληπτικών εξετάσεων», αναφέρει η κ. Ζένια Σαριδάκη-Ζώρα, MD, PhD, Παθολόγος Ογκολόγος, Διευθύντρια στην Α᾽ Ογκολογική Κλινική του Metropolitan Hospital, Πρόεδρος Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ).
Ποιες προληπτικές εξετάσεις πρέπει να γίνονται και πώς
Κάθε γυναίκα από την ηλικία των 40 ετών και πάνω, θα πρέπει να υποβάλλεται σε μαστογραφία και υπερηχογράφημα μαστών (ή μαγνητική μαστών αν αυτό κριθεί αναγκαίο, ειδικά σε περιπτώσεις ύπαρξης κληρονομικής προδιάθεσης). Κάθε γυναίκα και κάθε άντρας θα πρέπει να υποβάλλεται σε κολονοσκόπηση από την ηλικία των 45 ετών και πάνω. Οι καπνιστές ή οι πρώην καπνιστές θα πρέπει να υποβάλλονται σε μια αξονική θώρακος χαμηλής ακτινοβολίας κάθε χρόνο. Επίσης, απαραίτητες είναι η εξέταση PSA και το διορθικό υπερηχογράφημα για τους άντρες, η γυναικολογική εξέταση και το HPV DNA test ή και το test Παπανικολάου για τις γυναίκες.
Αναμφίβολα, βασικό στοιχείο του προσυμπτωματικού ελέγχου και της επιτυχημένης πρόληψης, είναι και η ορθή διενέργεια και ερμηνεία των εν λόγω εξετάσεων. Δεν φτάνει κάποιος να πραγματοποιήσει μια εξέταση. Πρέπει να την πραγματοποιήσει σε κέντρα με αξιόπιστα μηχανήματα, με ιατρούς εξειδικευμένους που να μπορούν να την ερμηνεύσουν με σαφήνεια, ακρίβεια και ορθότητα. Και πρέπει τα κέντρα αυτά να έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή θεραπευτική προσέγγιση και αντιμετώπιση, υπό την καθοδήγηση των ειδικών ιατρών, με σεβασμό στον ασθενή και την οικογένειά του, με ανθρωπιά και ποιότητα. Παράμετροι, τη σημασία των οποίων, πολλά άτομα παραγνωρίζουν, ενώ αυτές ακριβώς είναι που εξασφαλίζουν το μέγιστο όφελος από την εξέταση, δηλαδή την εγγυημένα έγκαιρη και σωστή διάγνωση. Και στον καρκίνο, όπως και σε τόσες άλλες νόσους, είναι η έγκαιρη διάγνωση που οδηγεί σε ίαση και σε πλήρη αντιμετώπιση, με τεράστια ποσοστά επιτυχίας, στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Ο ογκολόγος είναι και ο πλοηγός ιατρός, αυτός που θα καθοδηγήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους ασθενείς του, αλλά και ο κεντρικός ιατρός, αυτός που θα πάρει τις θεραπευτικές αποφάσεις και την ευθύνη αυτών των αποφάσεων, χωρίς φόβο αλλά με ενσυναίσθηση και πίστη.
«Το καλό νέο σχετικά με όλα τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι ογκολόγοι και ασθενείς ζούμε σε μια νέα, συναρπαστική εποχή. Συνδυασμοί κλασικών ορμονοθεραπειών και χημειοθεραπειών με νέα καινοτόμα, στοχευμένα φάρμακα, μονοκλωνικά αντισώματα, αλλά και ανοσοθεραπείες έχουν καταφέρει να αυξήσουν τα ποσοστά ίασης και, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, να μετατρέψουν ακόμα και τη μεταστατική νόσο σε μια χρόνια ασθένεια. Και το μέλλον διαγράφεται όλο πιο ελπιδοφόρο για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, αλλά και για μας τους ίδιους, που δίνουμε καθημερινά τον αγώνα της ζωής στο πλευρό τους», καταλήγει η κ. Σαριδάκη-Ζώρα.