Εκτός από το ζευγάρι των ιγμορείων, υπάρχουν οι μετωπιαίοι κόλποι, οι σφηνοειδείς κόλποι και οι ηθμοειδείς κυψέλες. Όλοι οι παραρρίνιοι κόλποι συνδέονται με το εσωτερικό της μύτης μέσω μικρών στομίων. Οι λειτουργίες τους είναι να θερμαίνουν τον εισπνεόμενο αέρα, να ενισχύουν τη φωνή σαν αντηχεία και να προστατεύουν τον εγκέφαλο, σε περιπτώσεις κάκωσης του προσωπικού κρανίου.
Παρά το γεγονός ότι η ρινική κοιλότητα βρίθει μικροβίων, οι παραρρίνιοι κόλποι είναι στείροι μικροβίων, πιθανόν λόγω της παραγωγής μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) και των κροσσών τους (τριχοειδείς προσεκβολές των κυττάρων του επιθηλίου).
Πού οφείλεται η ιγμορίτιδα;
«Μπορεί να οφείλεται σε ιό (ιογενής) ή σε βακτήριο (βακτηριακή). Παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνισή της είναι: η αλλεργική/μη αλλεργική ρινίτιδα, η σκολίωση του διαφράγματος, η διόγκωση της μέσης ρινικής κόγχης, η τοπική χρήση φαρμάκων για τη μύτη, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η κολύμβηση και οι καταδύσεις σε μολυσμένα νερά, η ορειβασία, οι οδοντικές λοιμώξεις ή κάποιοι οδοντιατρικοί χειρισμοί, ο μηχανικός αερισμός ή η διασωλήνωση, η κυστική ίνωση, κακώσεις του προσωπικού κρανίου όπως κατάγματα, η αλλεργία στην ασπιρίνη, ρινικοί πολύποδες και άσθμα (τριάδα Samter), η σαρκοείδωση, η ανοσοανεπάρκεια (κοινή ποικίλλουσα, ιατρογενής), η ανεπάρκεια IgA, το AIDS και το σύνδρομο ακίνητων κροσσών», εξηγεί ο κ. Χρήστος Γκιώνης, Διευθυντής Ωτορινολαρυγγολόγος στο Metropolitan Hospital.
Το 87% των ασθενών με κοινό κρυολόγημα στην αξονική τομογραφία βρίσκονται με οξεία (ιογενή) ιγμορίτιδα. Από αυτούς τους ασθενείς το 0,5%-2% των ενηλίκων και το 5%-13% των παιδιών παρουσιάζει στη συνέχεια ως επιπλοκή τη βακτηριακή ιγμορίτιδα. Έχει επίσης βρεθεί ότι περίπου το 60% των ασθενών με κοινό κρυολόγημα, των οποίων τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μετά από μία εβδομάδα, έχουν θετική καλλιέργεια υγρού που έχει ληφθεί με παρακέντηση του ιγμορείου.
Τα αρχικά συμπτώματα της ιγμορίτιδας είναι αυτά του κοινού κρυολογήματος (φτέρνισμα, ρινική καταρροή, ρινική συμφόρηση, αίσθημα πίεσης στο πρόσωπο, κεφαλαλγία). Στη συνέχεια μπορεί να εκδηλωθούν: πυώδης ρινική έκκριση, οδονταλγία, πόνος ή ευαισθησία στην περιοχή των ιγμορείων, ενδεχομένως βουητό και βαρηκοΐα. Χαρακτηριστικό της βακτηριακής ιγμορίτιδας μάλιστα είναι η επιδείνωση των συμπτωμάτων αυτών μετά από μια αρχική βελτίωσή τους. Τα παιδιά παρουσιάζουν και βήχα.
«Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα όπως υψηλός (>39°C) πυρετός που επιμένει, περικογχικό οίδημα (πρήξιμο γύρω από τις κόγχες των ματιών), δυνατός πόνος στο πρόσωπο ή τα δόντια της άνω γνάθου, επηρεασμός του επιπέδου συνείδησης και διπλωπία, που πρέπει να οδηγήσουν τα πάσχοντα άτομα σε αναζήτηση ιατρικής συνδρομής», επισημαίνει ο ιατρός.
Διάγνωση
Η διάγνωση είναι κατά βάση κλινική (ιστορικό & κλινική εικόνα). Ο παρακλινικός έλεγχος μπορεί να είναι: πρόσθια ρινοσκόπηση, υπερηχογράφημα ιγμορείου, ακτινογραφία παραρρινίων κόλπων και αξονική τομογραφία. Μπορεί επίσης να γίνει παρακέντηση του ιγμορείου άντρου και λήψη υγρού για καλλιέργεια ή λήψη υλικού για καλλιέργεια από τον εκφορητικό πόρο του ιγμορείου, με άκαμπτο ενδοσκόπιο.
Τύποι ιγμορίτιδας και τα χαρακτηριστικά τους
· Η οξεία ιγμορίτιδα, είναι πιθανό να εμφανιστεί ύστερα από κοινό κρυολόγημα και έχει διάρκεια μικρότερη των τεσσάρων εβδομάδων.
· Η υποξεία, έχει διάρκεια 4-12 εβδομάδες και επίμονα συμπτώματα που δυσκολεύουν την καθημερινή ζωή του ασθενούς.
· Η οξεία υποτροπιάζουσα, με 4 επεισόδια ανά έτος διάρκειας 7-10 ημερών το καθένα, που υποχωρούν πλήρως με φαρμακευτική αγωγή.
· Η χρόνια, με διάρκεια πάνω από 12 εβδομάδες, η οποία είναι πιο συχνή σε άτομα με μεγάλου βαθμού σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, μεγάλου βαθμού υπερτροφία των ρινικών κογχών και σε άτομα με ρινικούς πολύποδες.
· Η οξεία παρόξυνση χρόνιας ιγμορίτιδας, με ξαφνικές επιδεινώσεις της χρόνιας, που υποχωρούν μετά από φαρμακευτική αγωγή
Σε όλες τις περιπτώσεις η διάγνωση της ιγμορίτιδας πρέπει να είναι εξατομικευμένη και να γίνει από εξειδικευμένο ωτορινολαρυγγολόγο, έτσι ώστε να διερευνηθεί η αιτιολογία της, να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματά της εγκαίρως και αποτελεσματικά και να αποφευχθούν επιπλοκές που μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνες.
Ποιες είναι οι επιπλοκές της ιγμορίτιδας;
Οι επικίνδυνες επιπλοκές της ιγμορίτιδας (που είναι πιο συχνές σε περιπτώσεις ασθενών που καθυστερούν να ζητήσουν ιατρική βοήθεια) μπορεί να είναι υποπεριοστικό απόστημα του οφθαλμικού κόγχου, οστεομυελίτιδα των οστών του κρανίου, θρόμβωση του σηραγγώδους κόλπου (νευροαγγειακό σύμπλεγμα στη βάση του κρανίου), ενδοκρανιακό απόστημα, μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα. Στις μέρες μας, όμως, οι παραπάνω επιπλοκές δεν είναι συχνές ακριβώς γιατί οι ασθενείς, όντες πιο ενημερωμένοι, κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν, αναζητούν εγκαίρως ιατρική βοήθεια.
Ποια είναι η θεραπεία για την ιγμορίτιδα;
Η θεραπεία της ιγμορίτιδας είναι ανάλογη με τον τύπο της και την αιτία της. Περιλαμβάνει καθαρισμό της μύτης με ισότονα διαλύματα, χρήση ρινικών σπρέι και φαρμακευτική αγωγή (αναλγητικά και αντιβιοτικά). Όταν αυτή η συντηρητική θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική (τα συμπτώματα επιδεινώνονται και εμφανίζονται επιπλοκές), πραγματοποιείται χειρουργικός καθαρισμός των παραρρινίων κόλπων, μέσω της ενδοσκοπικής χειρουργικής (FESS: Functional Endoscopic Sinus Surgery).
Κατά την ενδοσκοπική χειρουργική, γίνεται χρήση λεπτών ενδοσκοπίων, καμερών και συστήματος νευροπλοήγησης (navigator), τα οποία παρέχουν βελτιωμένη εικόνα και δίνουν τη δυνατότητα διατήρησης των φυσιολογικών δομών της μύτης, καθώς επιτυγχάνεται η αφαίρεση της παθολογίας της πάσχουσας περιοχής. Η επέμβαση δεν έχει τομές, μελάνιασμα, οιδήματα και είναι ανώδυνη, γεγονός που καθιστά τον ασθενή ικανό να επιστρέψει στις δραστηριότητές του την επόμενη κιόλας ημέρα, ακολουθώντας τις μετεγχειρητικές οδηγίες του ιατρού και αποφεύγοντας την έντονη σωματική δραστηριότητα.
Πρόληψη
«Η πρόληψη συνίσταται στην εξάλειψη κάποιων προδιαθεσικών παραγόντων όπως είναι το κάπνισμα (η διακοπή του οποίου επιβάλλεται έτσι κι αλλιώς) και στην υιοθέτηση κάποιων πρακτικών που μειώνουν την πιθανότητα εκδήλωσης ιγμορίτιδας όπως η σωστή υγιεινή του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος (π.χ. ο καθαρισμός της μύτης με ρινικές πλύσεις), η διατήρηση της φυσιολογικής υγρασίας της ρινικής κοιλότητας με καλής ποιότητας κλιματισμό του χώρου στον οποίο ζούμε ή δουλεύουμε και η αποφυγή της έκθεσής μας σε απότομες και μεγάλες αλλαγές της θερμοκρασίας. Σε περίπτωση ξαφνικής εμφάνισης συμπτωμάτων σαν και αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, η έγκαιρη επίσκεψη σε εξειδικευμένο ΩΡΛ επιβάλλεται», καταλήγει ο κ. Γκιώνης.