Κυριακή, Απρίλιος 13, 2025
Follow Us
Δευτέρα, 31 Μαρτίου 2025 09:23

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΑ ΛΙΜΑΝΙΑ Νο 4: Ραόχσνα

Του Ανδρέα Μαρολαχάκη

Κάποιες φορές στη ζωή μας συμβαίνουν γεγονότα ανεπάντεχα και δημιουργούν καταστάσεις που κανείς δεν μπορεί να τις αντιμετωπίσει μόνος του. Σε μένα σε μια φάση της ζωής μου συνέβη ένα γεγονός που ξεκίνησε σαν μια απλή ρουτίνα και εξελίχθηκε σε μια περιπέτεια που έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου και σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής μου, σε σημείο που για μεγάλο χρονικό διάστημα με στοίχειωνε χωρίς να μπορώ να το διαχειριστώ και κυρίως χωρίς να μπορώ να ζητήσω βοήθεια γι αυτό από κανένα. Όσες φορές κι αν προσπάθησα να το συζητήσω (κυρίως με φίλους) στάθηκε αδύνατο ακόμη και να ξεκινήσω τη συζήτηση. Δεν μπορώ να προσδιορίσω με σαφήνεια πότε ακριβώς ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια που μ' έκανε να νιώσω πως, όπως για όλους τους ανθρώπους έτσι και για μένα, υπάρχουν στιγμές που μας κάνουν να είμαστε αδύναμοι ν' αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά και με αποτελεσματικότητα τη ζωή μας.

Χωρίς να μπορώ να βάλω χρονικό ορίζοντα στο ξεκίνημα της περιπέτειας που προσπαθώ να εξιστορήσω, πιστεύω πως ξεκίνησε μετά την αναχώρηση του πλοίου από τη Μπατάβια (Τζακάρτα) με προορισμό το μεγαλύτερο λιμάνι του κόλπου της Βεγγάλης. Διασχίζαμε τη λίνια (τη νοητή γραμμή του Ισημερινού) και λόγω της απίστευτης ζέστης οι βάρδιες (ειδικά στο εξωτερικό κατάστρωμα) είχαν ελάχιστη χρονική διάρκεια. Μαζευόμασταν στο εστιατόριο για ν' αντιμετωπίσουμε την υπερβολική ζέστη ή αράζαμε στις καμπίνες μας αποζητώντας έστω και την ελάχιστη δροσιά που μπορούσαμε να βρούμε. Ένα απόγευμα (η χειρότερη ώρα) με τη ζέστη να μην αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε δραστηριότητα, βρισκόμασταν στην καμπίνα μας αραχτοί εγώ, ο Νίκος και ο Αντελίνο και προσπαθούσαμε (μάταια) να δροσιστούμε κάνοντας «αέρα» με κάτι πελώριες βεντάλιες που είχαμε προμηθευτεί από τη Μπατάβια, όταν εμφανίστηκε ο λοστρόμος και ο Ζουτσόαν. Ο λοστρόμος κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο «θερμός» με κρύο νερό. Σχεδόν ουρλιάξαμε απ' τη χαρά μας όταν είδαμε το θερμός. Αμέσως σερβιριστήκαμε όλοι με το πολυπόθητο υγρό ενώ ο Ζουτσόαν κρατούσε στο χέρι το ποτήρι του και μας κοιτούσε αδιάφορα. Αφού το κράτησε για λίγο στο χέρι του, μετά το απόθεσε πάνω στο κομοδίνο,που ήταν δίπλα απ' τις κουκέτες. Σε καμιά περίπτωση δεν φαινόταν πως είχε ανάγκη (όπως εμείς) απ' το δροσερό νερό που μας έφερε ο λοστρόμος.

Ο Ζουτσόαν ήταν Βουσμάνος (τροφοσυλλέκτης κυνηγός της Αφρικανικής ερήμου) και όπως μας εξήγησε (παλαιότερα) ο λοστρόμος, είχε ένα ατύχημα στο κυνήγι που τον άφησε ανάπηρο και κυριολεκτικά έσερνε το αριστερό πόδι του. Αυτό το γεγονός τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την έρημο και να έρθει προς τον πολιτισμό και συγκεκριμένα στο Τζιμπουτζι με την ελπίδα κάποιας θεραπείας. Αφού έζησε κάποια χρόνια στο λιμάνι σέρνοντας το ανάπηρο πόδι του, τελικά τον προσέλαβε ο Γραμματικός (δεύτερος καπετάνιος) και του ανάθεσε καθήκοντα καθαριστή. Στην πραγματικότητα έκανε τις πιο βρώμικες και δύσκολες δουλειές, αυτές που όλοι εμείς αποφεύγαμε να κάνουμε πάνω στο πλοίο. Ήταν ο μόνος που άντεχε να δουλέψει στο κατάστρωμα χωρίς να δίνει σημασία στη θερμοκρασία που έκαιγε κυριολεκτικά το πλοίο όσο διασχίζαμε τη λίνια (ισημερινό). Όταν τον είχαμε δει στην αρχή της πρόσληψης, αναρωτιόμασταν αν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντα του. Ο Βουσμάνος ήταν πολύ σκληρός κι ενώ έσερνε το πόδι του, έκανε ότι του ζητούσαν χωρίς να διαμαρτύρεται και με απόλυτη συνέπεια. Σύντομα συνηθίσαμε το περίεργο περπάτημα του (περπατούσε με μικρά πηδήματα σαν πουλί) και μικρόσωμος όπως ήταν, μπορούσε και χωνόταν σε κάθε τρύπα ή στενό χώρο και καθάριζε τα πάντα. Ήταν ο μόνος απ' όλο το πλήρωμα που άντεχε στις τροπικές θερμοκρασίες στη λίνια κι αυτό ήταν ίσως ο μόνος λόγος που είχε προσληφθεί. Ο ίδιος δεν μιλούσε πολύ και κυρίως δεν διαμαρτυρόταν. Ήταν ο μόνος από το πλήρωμα που είχε προσληφθεί «μαύρα» δηλαδή δεν είχε γίνει κανονική πρόσληψη στην πραγματικότητα δεν είχε καν χαρτιά, ούτε διαβατήριο ούτε φυλάδιο. Πληρωνόταν από το μαύρο ταμείο του πλοίου, αυτό που χρησιμοποιούσαν ( σπάνια) ο καπετάνιος και ο γραμματικός για «λαδώματα). , Στην αρχή η θάλασσα τον τρόμαζε, αλλά γρήγορα προσαρμόστηκε και φερόταν σαν βετεράνος ναυτικός.

Εμείς πίναμε το νερό και γεμίζαμε ξανά τα ποτήρια, ενώ αυτός κρατούσε αδιάφορα το ποτήρι του, χωρίς να αποτυπώνεται καμιά έκφραση στο πρόσωπο του. Ξαφνικά τον είδα να κοιτάζει με δέος το μικρό κοκάλινο μπουκαλάκι που μου είχε δώσει ο Fakir. Είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στο μικρό αντικείμενο σαν να τον μαγνήτιζε και δεν μπορούσε να το τραβήξει από πάνω του. Τελικά όλοι μέσα στην καμπίνα σταματήσαμε να μιλάμε και κοιτάζαμε τον Βουσμάνο, που είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω στο μπουκαλάκι.. Μετά από μερικά λεπτά σιωπής, ο Ζουτσόαν, σαν να κατάλαβε ότι τον παρακολουθούσαμε, τράβηξε τα μάτια του απ' το μικροαντικείμενο και μας κοίταζε με αμηχανία. Αφού πέρασαν λίγες στιγμές χωρίς να μιλάει, τελικά απευθυνόμενος στον λοστρόμο, μιλώντας του μ' ένα κράμα γαλλικών και αγγλικών ρώτησε αν θα μπορούσε να το πάρει στα χέρια του. Ο λοστρόμος, αφού πρώτα με ρώτησε, του ένευσε καταφατικά κι αυτός με αργές, σχεδόν τελετουργικές, κινήσεις το πήρε στα χέρια του με προσοχή σαν να του έδειχνε ένα είδος σεβασμού. Το κράτησε με το αριστερό του χέρι και με το δεξί του έβγαλε ένα μικρό κομμάτι πανί απ' την τσέπη του. Βούτηξε την άκρη του πανιού στο ποτήρι με το νερό που του είχαμε δώσει και άρχισε να τρίβει με προσοχή το μπουκαλάκι. Ενώ τον παρακολουθούσαμε έκπληκτοι, είδαμε το μπουκαλάκι ν' αλλάζει σχεδόν χρώμα και μετά απ' το σχολαστικό τρίψιμο, άρχισαν κάτι περίεργα σχέδια να εμφανίζονται και το καφέ χρώμα να γίνεται αχνό μπεζ. Οι γραμμές των σχεδίων γίνονταν πιο ανοιχτόχρωμες, για να πάρουν μετά από πολλά τριψίματα με το νερό και το πανί ένα περίπου λευκό χρώμα. Ο Βουσμάνος τέντωσε το χέρι του και μου έδωσε το μικροαντικείμενο κι εγώ ασυναίσθητα το πήρα και άρχισα να παρατηρώ τα σχέδια που εμφανίστηκαν. Στη βάση του μπουκαλιού τα σχέδια ήταν επαναλαμβανόμενα κι έμοιαζαν σαν αιχμές βέλους ενωμένες ανά τρεις κι έπιαναν όλη την κάτω επιφάνεια της πρόσοψης. Από πάνω τους υπήρχαν χαραγμένες δυο παράλληλες γραμμές σαν να ήταν διαχωριστικό και από πάνω είχε σε τριάδες το σχέδιο αυτό που οι ναυτικοί γνωρίζαμε πολύ καλά, ήταν το σύμβολο που χρησιμοποιούσαμε για το κύμα . Από πάνω είχε τρεις παράλληλες γραμμές σαν να ήταν διαχωριστικό του σχεδίου και πιο πάνω είχε ένα σχέδιο που θύμιζε ποτήρι και χωριζόταν απ' τον λαιμό του μπουκαλιού με μικρούς ρόμβους,τρεις παράλληλες γραμμές, μια σειρά με μικρές παράλληλες γραμμές σε πλάγια θέση και πάλι δυο οριζόντιες παράλληλες γραμμές και πάλι ρόμβους και ξανά παράλληλες γραμμές.

Το κοίταζα με προσοχή, χωρίς να μπορώ να βγάλω κάποιο συμπέρασμα. Το έβαλα στα χέρια του λοστρόμου, που κι αυτός το παρατηρούσε απορημένος . Με παντομίμα και χρήση αγγλογαλλικών τον ρώτησε κάτι που εγώ δεν κατάλαβα. Ο Βουσμάνος, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, απάντησε με τον ίδιο τρόπο μ' έναν χείμαρρο λέξεων και παντομίμας απ' τον οποίο εμείς οι υπόλοιποι μόνο λίγες λέξεις αντιλαμβανόμασταν. Όπως μας εξήγησε ο λοστρόμος, ο Ζουτσόαν βρήκε θεραπεία κοντά στον Fakir, τον σαμάνο που είχα βοηθήσει στο Τζιμπουτζι. Είχε μείνει για πολύ καιρό μαζί του στο φτωχικό κατάλυμά του. Ήξερε πολύ καλά για την ύπαρξη του μικρού μπουκαλιού και μας είπε πως τελικά ήμουν πολύ τυχερός για την προτίμηση που μου έδειξε ο σαμάνος.»αυτό» είπε «μεγάλο φάρμακο εσύ τυχερό». Μιλούσε με απόλυτο σεβασμό για τον γέρο θεραπευτή, αλλά δεν ήξερε να μας πει για το περιεχόμενο του μπουκαλιού. Το έφερε σχεδόν τελετουργικά μπροστά στο μέτωπό του, το ακούμπησε για λίγο και μετά το άφησε στο ράφι, στη θέση που το είχα βάλει αρχικά. Τελικά κανείς μας δεν κατάλαβε ποιο ήταν το περιεχόμενο του δώρου, αντίθετα αυτό το γεγονός με τον νομάδα περιέπλεξε το μυστήριο και ο λοστρόμος αρκέστηκε να πει:

- Νομίζω πως είσαι ο εκλεκτός του Fakir «παραμυθά», γι αυτό φρόντισε να το φυλάξεις. Εγώ απλά κούνησα απορημένος το κεφάλι δίνοντας μια υπόσχεση χωρίς να το εννοώ. Από εκείνη την ημέρα έβλεπα με συμπάθεια τον Βουσμάνο και φρόντισα να του κάνω παρέα, ειδικά στα γεύματα στο εστιατόριο. Κανόνιζα να κάθομαι δίπλα του και με λίγη προσπάθεια κατάφερα να επικοινωνώ μαζί του.Από την μεριά του ο Βουσμάνος έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία σε μένα και προσπαθούσε να μένει κοβτά μου και να με βοηθά όσο μπορούσε.

Ο προορισμός μας ήταν το Μπανγκλαντές και ιδιαίτερα η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο δεύτερο λιμάνι της χώρας, το Ασουγκόντζ. Το λιμάνι βρισκόταν στην αριστερή όχθη του ποταμού Μέγκχνα πολύ κοντά στο δέλτα που σχημάτιζε στον κόλπο της Βεγγάλης και σε υψόμετρο μόνο 10 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Σ' αυτή τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη είχε συμφωνήσει η εταιρεία τις σημαντικές επισκευές που χρειαζόταν το σκάφος μας και, όπως μας ενημέρωσε ο Γραμματικός, οι επισκευές θα διαρκούσαν τουλάχιστον δυο μήνες. Αυτό μας έδινε τη δυνατότητα αν κάποιοι το επιθυμούσαν να φύγουν γι αυτό το διάστημα και να επισκεφτούν τον τόπο τους. Μερικοί το είδαν σαν ευκαιρία κι έψαξαν για αεροπορικά εισιτήρια . Μεταξύ αυτών ήταν και ο Νίκος, που ήθελε να δει τα αγαπημένα του Χανιά. Προσπάθησε φορτικά, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να με πείσει να τον ακολουθήσω. Φυσικά δεν μπορούσε να ξέρει ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος τους λόγους που απέφευγα αυτό το ταξίδι. Απλά όλη η παλιοπαρέα τον αποχαιρετίσαμε και του ευχηθήκαμε καλή τύχη. Οι υπόλοιποι απλά θα περνούσαμε πολλές μέρες στο λιμάνι, ένα λιμάνι πολυπολιτισμικό.

Σε αυτό ζούσαν Πακιστανοί, Ινδοί, Μπεγκάλι Αφγανοί και άλλες πολλές εθνότητες, που τώρα δεν θυμάμαι. Κυρίαρχη θρησκεία έχουν το Ισλάμ με πολλούς Ινδουιστές, Βραχμάνους κ.ά. Εκτός απ' τη γλώσσα των Μπεγγάλι, μιλάνε και Παστούν και πολλές ντόπιες διαλέκτους. Αν δεν ανήκεις σε κάποια από τις συγκεκριμένες μειονότητες, είναι αδύνατον να συνεννοηθείς. Η φτώχεια είναι διάχυτη και ο περισσότερος πληθυσμός είναι αυτό που λένε οι Ινδοί, παρίες. Μεταξύ των μειονοτήτων υπάρχει έντονος φυλετικός ανταγωνισμός που φτάνει τα όρια της εχθρότητας.

Για όλα αυτά μας ενημέρωσε ο Γραμματικός (δεύτερος καπετάνιος) στο εστιατόριο του πλοίου και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβάλαμε. Στο τέλος μας συμβούλεψε να είμαστε προσεκτικοί με τους ντόπιους και να τους αποφεύγουμε στο μέτρο του δυνατού, γιατί θα ήταν αδύνατο να βρούμε το δίκιο μας σε ότι θα αφορούσε την αστυνομία και τις κρατικές υπηρεσίες. Τόνισε ιδιαίτερα ν' αποφεύγουμε οποιαδήποτε μορφή αλκοόλ, γιατί οι μουσουλμάνοι ήταν αυστηροί πάνω σ' αυτό το θέμα. Η τελευταία συμβουλή που μας έδωσε ήταν αυτή που ποτέ δεν ξεχνούσε να μας πει σε οποιοδήποτε λιμάνι κι αν «πιάναμε»:

Να φροντίσουμε πάντα να μην είμαστε στη στεριά μόνοι, αλλά να βγαίνουμε παρέα τουλάχιστον τριών-τεσσάρων ατόμων. Αυτή την τελευταία συμβουλή την είχαμε ακούσει τόσες πολλές φορές, που νομίζαμε ότι ήταν πλέον περιττή. Από την άλλη ξέραμε πως μόλις έφτανε σ' αυτή τη φράση, ήταν και το τέλος της ομιλίας του.

Την επομένη ήρθε η ώρα ν' αποβιβαστούμε στο λιμάνι. Ήρθε μαζί μας και ο Νίκος, ο οποίος σε δυο μέρες θα πετούσε για την πατρίδα. Οι υπόλοιποι, εκτός από μένα, ήταν ο Σερίφ και ο Αντελίνο. Λίγο πριν βγούμε στη στεριά, συνάντησα τον Ζουτσόαν και του έκανα νόημα να έρθει μαζί μας. Ο Βουσμάνος αρνήθηκε μ' έναν ελαφρύ φόβο να διαγράφεται στα μάτια του. Κατάλαβα πως δεν είχε ξεπεράσει τον φόβο του για κάθε είδους πολιτισμό. Τον άφησα στην ησυχία του, γιατί καταλάβαινα πολύ καλά ότι η στάση του ήταν ένα είδος ανασφάλειας, ένα θέμα για το οποίο είχα προσωπική εμπειρία. Με τα πρώτα βήματα που κάναμε στην προβλήτα, η μυρωδιά στάσιμου νερού και μιας ταγκίλας κάλυψε την όσφρηση μας και κοιτάζαμε να δούμε από πού προερχόταν αυτή η δυσοσμία. Δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε. Το λιμάνι, αν και μεγάλο, ήταν μέσα στον ποταμό Μέγκχνα σε μια διάνοιξη της όχθης, με αποτέλεσμα τα νερά να είναι στάσιμα και βρωμερά. Με το που κάναμε λίγα βήματα στην προβλήτα, μας πλησίασε αμέσως ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος από ντόπιους. Μας περικύκλωσε και προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή μας και κυρίως να μας δελεάσει με τα εμπορεύματα που κρατούσαν στα χέρια τους. Με τη συνήθη τακτική των μικροπωλητών τα παίνευαν μ' ένα πλήθος άγνωστων λέξεων, που στα αυτιά μας έφταναν σαν ένα τιτίβισμα. Κανείς μας δεν ήταν διατεθειμένος ν' αγοράσει το παραμικρό, ακόμη κι αν αυτό κινούσε το ενδιαφέρον μας κυρίως για πρακτικούς λόγους. Δεν θέλαμε να κουβαλάμε μαζί μας στην εξόρμηση στη στεριά τίποτα από αυτά, γιατί το θεωρούσαμε περιττό βάρος. Απομακρυνθήκαμε από την πολιορκία των ντόπιων και προχωρήσαμε προς το εσωτερικό της πόλης ανάμεσα σε σπίτια και μαγαζιά που ήταν κτισμένα το ένα πάνω στο άλλο. Στην πλειοψηφία τους ήταν παλιά και σίγουρα δεν είχαν δει καμιά ανακαίνιση. Η φτώχεια και η εγκατάλειψη ήταν διάχυτη παντού και μόνο θλίψη προκαλούσε το θέαμα στον επισκέπτη. Παρ’ όλο που δεν δείξαμε κάποιο ενδιαφέρον για τα προϊόντα τους, μερικοί από τους πλανόδιους πωλητές εξακολουθούσαν να μας ακολουθούν και να διαλαλούν τα προτερήματα των αγαθών τους.

Από εκείνο το σημείο και μετά άρχισα να κάνω μια σειρά λαθών, που ακόμη και τώρα αναρωτιέμαι γιατί δεν τα απέφυγα. Πρώτο λάθος ήταν που διαφώνησα με την παρέα μου για τον άμεσο προορισμό μας. Αυτοί, όπως συνήθως κάνουν οι ναυτικοί μόλις πιάσουν λιμάνι, ήθελαν να επισκεφτούν κάποια μπαράκια με φτηνά ποτά και γυναίκες. Εγώ βασικά δεν έπινα και δεν μου άρεσαν τέτοιου είδους σχέσεις και όσο μπορούσα απέφευγα τέτοιου είδους επισκέψεις. Χωρίς καν να προσπαθήσω να τους πείσω να με ακολουθήσουν, στο πρώτο ροζ μαγαζί που συναντήσαμε τους άφησα να μπουν κι εγώ συνέχισα την περιήγηση της πόλης μόνος μου. Με χαλαρό βηματισμό περπατούσα αμέριμνος στους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης ενώ χάζευα τα πολλά εργαστήρια ειδών τέχνης που υπήρχαν διάσπαρτα. Βασικά τα πάντα τα κατασκεύαζαν με τα χέρια και τα ανάλογα με την περίπτωση εργαλεία. Πολλά από τα εργαστήρια κατασκεύαζαν μπρούτζινα οικιακά σκεύη, άλλα είχαν φωτιστικά, πολλά ξυλόγλυπτα με απεικονίσεις ζώων ή σκηνές της ντόπιας καθημερινότητας, υφαντά και χαλιά και περίεργα μαχαίρια, που συνήθιζαν οι ντόπιοι να τα κρατούν στη μέση τους ανάμεσα σ' ένα υφασμάτινο ζωνάρι. Χωρίς να έχω διάθεση ν' αγοράσω οτιδήποτε, προχωρούσα και όταν κάποιο είδος με γοήτευε, σταματούσα και το κοίταζα μ' ενδιαφέρον. Αυτό είχε σαν συνέπεια να με πολιορκούν οι μαγαζάτορες και οι κατασκευαστές. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς διαπληκτίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα με πλησιάσει περισσότερο και θα με πείσει να γίνω πελάτης τους. Σε κάθε διασταύρωση στις στενές γωνιές των πεζοδρομίων ζητιάνοι (στην πλειοψηφία ινδουιστές παρίες όπως τους έλεγαν, αλλά και μουσουλμάνοι) που μιλούσαν σαν να κλαψούριζαν μ' ένα μονότονο μουρμουρητό για μια μικρή βοήθεια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλη αυτή η κατάσταση μου προκαλούσε μια θλίψη που δεν ήμουν σε θέση να την ελέγξω. Σε μια γωνιά μια ηλικιωμένη γυναίκα μαζί μ' ένα κοριτσάκι ακαθορίστου ηλικίας, προφανώς έφηβη, μάλωναν μ' έναν μεσόκοπο άνδρα (απ' ότι κατάλαβα για τη θέση που ίσως ήταν καλύτερη για ζητιανιά). Με αποστροφή είδα τον ζητιάνο να κλωτσάει με μανία την ηλικιωμένη γυναίκα και να σπρώχνει άγρια το εύθραυστο κοριτσάκι, που τελικά το πέταξε στη μέση του βρόμικου δρόμου.

Τότε ακριβώς έκανα το δεύτερο λάθος. Πήγα δίπλα στη γριά και τη βοήθησα να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Μ' αυτόν τον τρόπο αναμείχθηκα σε μια ντόπια διένεξη που δεν μ' αφορούσε. Η γριά ζητιάνα μου μιλούσε γρήγορα, χωρίς όμως να μπορώ να καταλάβω το παραμικρό από αυτά που μου έλεγε. Με χειρονομίες και με μια άθλια παντομίμα μου έδειχνε το κοριτσάκι που ήταν πεσμένο στη μέση του δρόμου ακίνητο. Χωρίς δεύτερη σκέψη έκανα το τρίτο κατά σειρά λάθος με δυο δρασκελιές έφτασα το πεσμένο κορμί του κοριτσιού, τη βοήθησα να σηκωθεί και την έβαλα δίπλα στη γριά. Εκείνη τη στιγμή είδα το πρόσωπο της μικρής και σοκαρίστηκα. Είδα ένα όμορφο μελαχρινό πρόσωπο με τα πιο φωτεινά πράσινα μάτια που θα μπορούσε να έχει μια γυναίκα. Γοητευμένος και χωρίς να έχω συναίσθηση του τι κάνω, έκανα το τέταρτο μου και πιο σοβαρό λάθος. Έβγαλα από την τσέπη μου τα χρήματα που είχα μαζί μου κι έδωσα από ένα εικοσαδόλλαρο στην κάθε μία από τις δυο γυναίκες, ενώ έβαλα τα υπόλοιπα στην τσέπη μου. Αμέσως μετά από αυτό γύρισα την πλάτη μου στις δυο γυναίκες, που στην άγνωστη σε μένα γλώσσα τους μιλούσαν συγχρόνως και προφανώς μ' ευχαριστούσαν.

Ενώ απομακρυνόμουν γοητευμένος με την ομορφιά της μικρής ζητιάνας, ήμουν τελείως απρόσεχτος (πέμπτο λάθος) και δεν αντιλήφθηκα ότι κάποιος ή κάποιοι με ακολουθούσαν. Το μόνο που ένιωσα ήταν ένας οξύς πόνος στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και ξαφνικά τα πάντα σκοτείνιασαν για μένα. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν οι φοβισμένες κραυγές των δύο γυναικών. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε απ' το κτύπημα, γιατί δεν ήμουν σε θέση ν' αξιολογήσω την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Μια σκοτοδίνη και μια τάση για εμετό δεν μου άφηναν περιθώρια για λογικές σκέψεις. Κάποιες στιγμές αισθανόμουν ένα κούνημα ή καλύτερα να πω αισθανόμουν μια κίνηση και τριγμούς, που μου θύμιζαν το καρότσι που είχαμε στο μπακάλικο στην πατρίδα μου. Αυτό όμως ήταν για ελάχιστες στιγμές, αμέσως λίγο πριν την λιποθυμία μου. Ένιωσα κάτι υγρό να κυλάει από το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Αίμα», σκέφτηκα και μετά..... σκοτάδι.

Είχα χάσει πλέον την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Στις λιγοστές φορές που άνοιξα τα μάτια μου δεν μπορούσα να προσδιορίσω τον χώρο στον οποίο βρισκόμουν. Κατάλαβα κάποιου είδους περιποιήσεις στο τραύμα μου από τη γριά, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω τι ακριβώς και ποιός το έκανε. Κάποιες φορές ένιωσα τη μικρή ζητιάνα να προσπαθεί να μου δώσει να πιω ένα υγρό, που αρχικά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι είδους υγρό ήταν. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως ήταν ένα είδος βρασταριού με περίεργη πικρή γεύση. Όσες φορές μου έδινε κάποια στερεά τροφή, εγώ αδυνατούσα να την καταπιώ και μετά από έναν ασταμάτητο βήχα την έφτυνα προς μεγάλη απογοήτευση και των δύο γυναικών, που με κοιτούσαν απελπισμένες. Κάθε φορά που προσπαθούσα ν' ανασηκωθώ απ' το άθλιο στρώμα στο οποίο με είχαν ξαπλώσει, το μυαλό μου στροβιλιζόταν. Τα πάντα γύριζαν τρελά γύρω από μένα κι ένιωθα τελείως αδύναμος, τόσο αδύναμος που δεν μπορούσα ούτε καν να μιλήσω. Αυτή η κατάσταση με ανάγκασε να μείνω σιωπηλός και υπάκουος σ' όσα καταλάβαινα απ' αυτά που μου έλεγαν. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως φορούσα μόνο το βασικό μου εσώρουχο κι ένιωσα μια συστολή. Προφανώς, εκτός από τα χρήματα, μου έκλεψαν και τα ρούχα και το ρολόι που βλακωδώς φορούσα στο αριστερό μου χέρι. ( έκτο λαθος)
Το κατάλυμα στο οποίο με είχαν βάλει οι δύο γυναίκες ήταν απίστευτα φτωχικό, χωρίς καν τ' απαραίτητα έπιπλα. Αντί τραπεζιού χρησιμοποιούσαν μια ξύλινη στρογγυλή κατασκευή με διάμετρο περίπου 1,5 m, στηριγμένη σε τέσσερα πόδια ύψους 30 cm. Αυτό το είδος τραπεζιού μου θύμιζε πάρα πολύ τον σοφρά πάνω στον οποίο έκανε πίτες η βλάχα γιαγιά μου. Αντί για καθίσματα είχαν τρεις ξύλινες κάσες, πάνω στις οποίες είχαν βάλει πολύχρωμα μαξιλαράκια. Στους τοίχους πάνω σε καρφιά ήταν κρεμασμένα τα ελάχιστα ρούχα τους από μια τελείως φτωχική γκαρνταρόμπα που αδυνατούσα να περιγράψω. Υπήρχαν δυο κρεβάτια (για την ακρίβεια ένα μεταλλικό ντιβάνι που κούτσαινε απ' το ένα πόδι γι αυτό το στήριζαν με μια πέτρα κι ένας καναπές που σίγουρα θα είχε δει καλύτερες μέρες). Εμένα μου είχαν παραχωρήσει τον καναπέ και το ντιβάνι το μοιράζονταν οι δυο γυναίκες. Πιο πέρα ήταν δυο πήλινες στάμνες για νερό κι ένα μεταλλικό δοχείο ίσιο από τη μια μεριά κι ελαφρώς καμπυλωτό απ' την άλλη, σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι (και όχι μόνο) στην πατρίδα, για να μεταφέρουν υγρά (νερό και γάλα συνήθως). Αυτό το τελευταίο χωρητικότητας 12 με 15 λίτρων (απ' ότι θυμάμαι στην πατρίδα μου το έλεγαν γκιούμι ή και γαλόγκαζο) εδω το γέμιζαν με νερό που το χρησιμοποιούσαν για την καθαριότητα. Μια καθαριότητα που θα τη χαρακτήριζα μάλλον υποτυπώδη, όσο κι αν προσπαθούσα να τη δικαιολογήσω λόγω των συνθηκών. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Δυο γκαζόλαμπες και μερικά κεριά ήταν οι μοναδικές πηγές φωτισμού μόλις έπεφτε το σκοτάδι.

Οι δυο γυναίκες εξακολουθούσαν να με περιποιούνται και να με τρέφουν με την ίδια διαδικασία, σαν να ακολουθούσαν κάποιο πρωτόκολλο μένοντας εναλλάξ μία κάθε φορά μαζί μου και δεν με άφηναν ποτέ μόνο. Εγώ απ' τη μεριά μου όσες φορές κι αν προσπάθησα να σηκωθώ απέτυχα λόγω μια ισχυρής σκοτοδίνης και αλλεπάλληλων πονοκεφάλων που ένιωθα κάθε φορά που επιχειρούσα να σηκωθώ. Τις πρώτες μέρες αντιλαμβανόμουν την εναλλαγή της ημέρας από το φως και την υπερβολική ζέστη που έκανε καθημερινά. Ντρεπόμουν όταν μου έφερναν ένα δοχείο νυκτός για ν' αφοδεύσω και με περίμεναν υπομονετικά να τελειώσω. Με σκούπιζαν μ' ένα βρεγμένο πανί και τότε γινόμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος, γιατί δεν μπορούσα να ξεπεράσω τη ντροπή που ένιωθα. Ξαφνικά το φως της ημέρας έπαψε να είναι φωτεινό και η μέρα έγινε γκρίζα και μάλλον σκοτεινή, ενώ ένας ακατάπαυστος ήχος ακουγόταν νύχτα μέρα. Θυμήθηκα όσα μας είχε πει ο Γραμματικός για τους μουσώνες και τις ατελείωτες μέρες βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με την απίστευτη υγρασία που κυριαρχούσε στις τροπικές περιοχές. Τότε κατάλαβα με φρίκη πως η σίτισή μου εξαρτιόταν από την αποτελεσματικότητα στη ζητιανιά που είχαν οι δυο γυναίκες. Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ! Έκανα μια υπερπροσπάθεια για να σηκωθώ, όταν για λίγο είχα μείνει μόνος, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω μερικά βήματα μπροστά απ' τον καναπέ-κρεβάτι που μου είχαν παραχωρήσει, για να γκρεμιστώ μ' ένα γδούπο λίγα εκατοστά απ' την πόρτα του δωματίου. Η κραυγή της μικρής με συνέφερε και με τη βοήθειά της γύρισα αδύναμος στο κρεβάτι μου. Η νεαρή κοπέλα κάτι μουρμούριζε στη γλώσσα της, κάτι που εγώ μόνο να υποθέσω το νόημα των λέξεων της μπορούσα.

Μετά από αυτή την προσπάθεια και τις επόμενες μέρες ανέβασα πυρετό, ίδρωνα και παραληρούσα, ενώ η υγρασία των μουσώνων δεν με βοηθούσε καθόλου. Άκουσα με τρόμο τη γριά να λέει κάτι στην εγγονή της και η μόνη λέξη που κατάλαβα και με φρίκαρε ήταν «μαλάρια». Με τους μουσώνες στο φόρτε τους και τις απίστευτες βροχές που έπεφταν ακατάπαυστα, η μαλάρια ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί, κυρίως γιατί ο αδύναμος οργανισμός μου δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει. Όσο η γριά μιλούσε με τη μικρή αντιλήφθηκα μια στεναχώρια και ίσως μια απελπισία να καταλαμβάνουν τη διάθεση της μικρούλας. Συνέχισαν να μου δίνουν βραστάρια να πίνω και πλέον είχα την αίσθηση, λόγω της γεύσης, πως ήταν πολύ διαφορετικά από αυτό που είχα πιει στην αρχή. Κάποια στιγμή αμέσως μετά το φαγητό η μικρή μου έβαλε στο στόμα μια σκόνη από ένα φακελάκι που κρατούσε στη χούφτα της κι αμέσως μου έδωσε νερό, για να ξεπεράσω την απίστευτη πίκρα που είχα νιώσει. Αυτό συνεχίστηκε όλες τις επόμενες μέρες. Τα συμπτώματα της μαλάριας δεν υποχωρούσαν. Συνέχισα να κρυώνω και να τρέμω, σε σημείο που έφερνα σε πολύ δύσκολη θέση τις δυο γυναίκες. Ένα πρωινό (και μετά από μια σοβαρή κρίση που είχα) η μικρούλα έβγαλε τα ρούχα της και χώθηκε στα σκεπάσματά μου. Την αρχική έκπληξη διαδέχτηκε μια απίστευτη ευφορία και μια ζεστασιά που ακολούθησε την επαφή των κορμιών μας. Αυτή η ζεστασιά προχώρησε και σ' ένα επόμενο στάδιο που απ' ότι κατάλαβα το απολαύσαμε και οι δυο.

Από εκείνη τη μέρα η μικρή εγκατέλειψε το κρεβάτι της γιαγιάς της και κοιμόταν μαζί μου. Δεν ξέρω πόσες μέρες πέρασαν απ' τον τραυματισμό μου, αλλά είχα αρχίσει πλέον να δείχνω σημάδια βελτίωσης και σταδιακά η διαύγειά μου επανερχόταν και μπορούσα να σηκώνομαι για λίγο απ' το κρεβάτι μου. Τότε άρχισα να κάνω προσπάθειες να επικοινωνήσω με τις δυο γυναίκες και με μια παντομίμα έδειξα την ευγνωμοσύνη μου για ότι έκαναν για μένα. Αυτές χαμογελούσαν ικανοποιημένες με τη βελτίωση της υγείας μου. Ωστόσο δεν ήμουν ακόμη σε θέση να μείνω πολύ ώρα όρθιος, οπότε συνεχίστηκε η ρουτίνα των προηγούμενων ημερών. Σε μια από τις προσπάθειες επικοινωνίας με τη μικρή, θυμήθηκα την παντομίμα από μια κινηματογραφική ταινία, εκεί που ο Ταρζάν προσπαθούσε να μάθει το όνομα της Τζέην κι έκανα το ίδιο. Αφού ακουμπούσα το χέρι μου στο στήθος έλεγα τ' όνομά μου. Μετά ακουμπούσα το δικό της στήθος και περίμενα απάντηση. Μετά από δυο τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, το πρόσωπο της μικρής έλαμψε και είπε θριαμβευτικά:
- Ραόχσνα!

Χαμογέλασα ικανοποιημένος που είχαμε πετύχει έστω κι ένα ασήμαντο βήμα επικοινωνίας κι επανέλαβα, ανεπιτυχώς στην αρχή, τ' όνομά της για να εισπράξω ένα αυθόρμητο γέλιο από τη Ραόχσνα. Μετά από λίγες προσπάθειες κατάφερα και συνήθισα τ' όνομά της κι αυτό της άρεσε ιδιαίτερα. Με νοήματα της έδωσα να καταλάβει και τελικά μου έφερε ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. Στο χαρτί ζωγράφισα όσο καλύτερα μπορούσα το πλοίο, έγραψα στο πλάι τ' όνομά του με μεγάλα γράμματα και στο πίσω μέρος του χαρτιού έγραψα λίγες λέξεις εξιστορώντας περιληπτικά την κατάστασή μου και το υπέγραψα. Με νοήματα κατάφερα να εξηγήσω στη Ραόχσνα τι ήθελα απ' αυτήν, δεν ήταν δύσκολο. Μου έγνεψε καταφατικά, πήρε στα χέρια της το σχέδιο και κατηφόρισε προς το λιμάνι.
Κοιμόμουν, όταν με ξύπνησαν βήματα και γνώριμες φωνές. Μ' ένα χαμόγελο αντίκρισα μπροστά μου τον λοστρόμο και το τσούρμο της παλιοπαρέας να με κοιτάνε έκπληκτοι, αλλά φανερά ανακουφισμένοι, όταν κατάλαβαν ότι ήμουν σχετικά καλά. Εγώ αδύναμος αρκέστηκα να χαμογελάσω, χωρίς να μπορέσω να ξεστομίσω έστω και την πιο μικρή λέξη. Ο λοστρόμος μου κράτησε για λίγο το χέρι και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Τότε με πλησίασε ο Ζουτσόαν ο Βουσμάνος. Αφού άγγιξε το μέτωπό μου, μουρμούρισε κάτι που δεν κατάλαβα κι έβγαλε απ' την τσέπη του το μπουκαλάκι που μου είχε δώσει ο Fakir (ο σαμάνος από το Τζιμπουτζι). Με μια απότομη κίνηση το άνοιξε κι έφερε το στόμιό του στα χείλη μου. Ένα παχύρρευστο κολλώδες υγρό κύλησε στο στόμα μου με μια απροσδιόριστη αλλά ευχάριστη γεύση. Ο Βουσμάνος το τράβηξε απ' τα χείλη μου μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι είχε αδειάσει το περιεχόμενό του. Όσο άκουγα τους συναδέλφους μου να διαβουλεύονται για το ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση τους, ένιωσα πάρα πολύ καλύτερα, σαν να είχα αναζωογονηθεί και είπα τη λέξη «νοσοκομείο». Αμέσως ο λοστρόμος άρχισε να δίνει εντολές στους συντρόφους μου. Έστειλε κάποιον στο πλοίο να ενημερώσει την ηγεσία και άλλους να βρουν δυο τρία tuk tuk (τα τρίκυκλα ταξί) να μας μεταφέρουν όλους στο νοσοκομείο. Λίγο πριν φύγουμε, άγγιξα το χέρι του λοστρόμου που ήταν δίπλα μου. Με κοίταξε ερωτηματικά κι εγώ τον ρώτησα:

- Έχεις χρήματα μαζί σου;
Μου απάντησε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι του.
- Δώσε τα στις γυναίκες, του είπα. Όλα όσα έχεις.
Με κοίταξε έκπληκτος και μετά άδειασε τις τσέπες του βάζοντας όλα του τα χρήματα στα χέρια της έκπληκτης γριάς.
Το νοσοκομείο ήταν φτωχικό και βρώμικο. Αφού πέρασα από μια σειρά εξετάσεων και μου δόθηκε αγωγή, ο Γραμματικός (που ήδη είχε έλθει στο νοσοκομείο) αποφάσισε να με πάρουν στο πλοίο. Εκεί μου παραχώρησαν την καμπίνα ανάρρωσης και είχα πλέον τις φροντίδες του νοσοκόμου του πλοίου και των συντρόφων μου.
Δύο μέρες μετά ο Γραμματικός, εγώ και ο λοστρόμος πήγαμε στην αστυνομία του λιμανιού να καταγγείλουμε το γεγονός. Ενώ ο προϊστάμενός μας έδινε λεπτομερώς αναφορά στα αγγλικά για τα συμβάντα, ο ντόπιος αστυνομικός μας κοίταζε βαριεστημένα με μια υπηρεσιακή ευγένεια. Ξαφνικά έπιασα το χέρι του λοστρόμου και είπα δυνατά στα ελληνικά:
- Πάμε να φύγουμε!
Ο Γραμματικός με κοίταξε ξαφνιασμένος!
- «Το ρολόι που φοράει ο αστυνομικός είναι το δικό μου» τους εξήγησα «είναι αυτό που μου έκλεψαν»
Και οι δυο κατάλαβαν ότι ήταν μάταιη η κάθε καταγγελία και εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια
Όσο μέναμε για επισκευές, οι δυο γυναίκες έρχονταν και με επισκέπτονταν και τις κρατούσαμε για φαγητό. Η Ραόχσνα ερχόταν καθημερινά και μερικές φορές έμενε και τη νύχτα μαζί μου. Όλο το πλήρωμα τη θεωρούσε κάτι σαν την μασκότ του πλοίου και της έκαναν δώρα και προσπαθούσαν να την ευχαριστήσουν για ότι έκανε για μένα.
Την τελευταία μέρα μας στο καρνάγιο, ενώ καθόμουν στο καμπούνι (στέγαστρο) στο κατάστρωμα κι απολάμβανα τον καθαρό αέρα, ένιωσα τις μηχανές να παίρνουν μπρος. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μια θλίψη να με τυλίγει. Κοίταξα ασυναίσθητα προς την όχθη καθώς το πλοίο απομακρυνόταν και είδα τη μικρούλα μου ζητιάνα να τρέχει ξυπόλυτη στην όχθη και να φωνάζει τ' όνομά μου. Ταράχτηκα κι έκανα να σηκωθώ, ένιωσα όμως ένα χέρι να με κρατάει απ' τον ώμο. Ήταν ο λοστρόμος.
- Ησύχασε, μου είπε. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά!
Εγώ κούνησα καταφατικά το κεφάλι, ωστόσο η απελπισία μ' έπνιγε. Αρκέστηκα να κοιτάω με θλίψη τη μικρή ζητιάνα, που έτρεχε προσπαθώντας μάταια να προλάβει κάτι που ήταν αδύνατον.
Αργότερα συνειδητοποίησα πόσο κοντά στον θάνατο έφτασα. Αναρωτιέμαι ακόμη και σήμερα τι θα έκανα χωρίς τις ζητιάνες, χωρίς το μπουκαλάκι του Fakir και κυρίως χωρίς τους συντρόφους μου. Ακόμη και σήμερα βλέπω τακτικά λίγο πριν κοιμηθώ τα φωτεινά πράσινα μάτια της Ραόχσνα να με κοιτάνε θλιμένα.