Μία ποιητική συλλογή εμπνευσμένη από πρόσωπα των τραγωδιών του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, επεξεργασμένα στην ανθρώπινη διάστασή τους με έναν σύγχρονο προβληματισμό που προβάλλει τη διαχρονική αξία του έργου των μεγάλων τραγικών. Όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας, «ο άνθρωπος, σε όλες τις εποχές, ορίζεται κυρίως από τις ανάγκες και τα όνειρα στην περιορισμένη ζωή του. Κι αυτά δεν αλλάζουν πολύ».
Με τη σημαντική αυτή ποιητική συλλογή οι εκδόσεις Ἀνάλεκτο εγκαινιάζουν μία νέα σειρά βιβλίων, τη ΜΙΚΡΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΟΙΗΣΗΣ που έχει σκοπό να προβάλει το έργο των σημαντικότερων ποιητών της Νάουσας και της ευρύτερης περιοχής.
Ο Αντώνης Γιτόπουλος γεννήθηκε στο Αρκοχώρι Ημαθίας. Εργάστηκε ως χημικός στη δημόσια δευτεροβά- μια εκπαίδευση. Εξέδωσε μερικά βιβλία ποίησης και λαογραφίας: Ο ήλιος τα παιδιά και τα εγγόνια του, εικον. Ολυμπία Σαμόγλου, [εκδ. Ελληνικά Γράμματα], Κ.Κ. (κύριε καθηγητά), [εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2004], Αγε- ωγράφητα μάτια, [εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2004], Αρκουδοχώρι (Λαογραφία), επιμ. [εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2004], Λυγμός φωτός, [Νάουσα 2006], Σίφνος – Σέριφος και επιστροφή, Αρχαίων ηρώων μονόλογοι, Γένεσις. Συμμετέχει την ανθολογία ποίησης και διηγήματος της Λογοτεχνικής Συντροφιάς Νάουσας, Ρόδα και Άκαν- θοι, [εκδ. Ανάλεκτο, 2024]. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http:// gitopoulosantonis.blogspot.com/
Προμηθέας
Δεν ξέρω αν έκαμα καλά
Χάρισα τη γνώση την πρόοδο
Και τη δυναστεία της ελπίδας που τη συνοδεύει
Μικρός θεός ακόμα στα μάτια τους
Σε όντα εφήμερα και ολιγοδρανή
Πες από λύπηση, πες από αγάπη
Τουλάχιστον είχα το θάρρος να πληρώσω εγώ
Την άτεγκτη εκδίκηση του μονοκράτορα θεού
Στον βράχο αλυσοδεμένος
Σε άλλους καιρούς άλλος θεός στον ίδιο άνθρωπο
Πατώντας στην ψευδαίσθηση της ελευθερίας της επιλογής του Του φόρτωσε ενοχές και κατάρες
Και προπατορικά αμαρτήματα
Πάντως τον έσπειρα τον σπόρο της αμφιβολίας
Στον ακόμα ανόργωτο κάμπο των ανθρώπων
Το κρύο του φόβου και τα σκοτάδια της άγνοιας
Εργαλεία στα χέρια αδίστακτων εργολάβων
Τον εμποδίζουν –όσο μπορούν– να ανθίσει
Βαθιά ριζωμένη η ελπίδα περιμένει και καιροφυλαχτεί
Δεν ξέρω για πόσες ακόμα γενιές
Συνήθισαν βλέπεις οι άνθρωποι
Να υψώνουν τα χέρια ικετευτικά
Επαίτες στη συχνή απορία τους
Αργή και δύσκολη της γνώσης η ανηφόρα
Κάθε σκαλί και μια νίκη μικρή
Κάθε νίκη και μια ανάσα ελευθερίας
Λίγο η περιέργεια λίγο η ζωογόνα αυτοπεποίθηση
Τους οδηγούν στου Ολύμπου την κορφή
Πουθενά οι θεοί. Και τώρα τι;
Γλυκιά μαχαιριά της μοναξιάς η συνείδηση
Σαστισμένο το μάτι ψάχνει τον ουρανό
Η σκέψη στη λογική αγκιστρωμένη
Τραγικά μονάχος λοιπόν από την πρώτη ώρα
Με ταγμένα τα όρια
Και τώρα πώς
Μέσα μας το καλό και ίσως το κακό
Μέσα μας και η ευθύνη να τα ξαναορίσουμε
Σοφοί μας δάσκαλοι των ζώων η άδολη ματιά
Και των φυτών η υπομονετική σιωπή
Μάθημα πρώτο η άγνωστη κοινή μας μοίρα
Και το ελάχιστό μας μέσα στο απέραντο
Του χώρου και του χρόνου
Σε πόσα γιατί να απαντήσει το όνειρο
Τι χρειάζονται τα αισθήματα που ανασαίνουν μαζί μας
Με τι και πώς να ζήσουμε
Δεν μπορούμε παρά να εμπιστευτούμε την τύχη
Και την ελπίδα για την συλλογική μας αθανασία
Ηθελημένη τρέλα η αισιοδοξία θα πεις
Μα ένα βλέμμα βαθύ στην ομορφιά των λουλουδιών
Ένα αχ ξέχειλης ικανοποίησης
Και ένα χαμόγελο ερωτικό γεμάτο υπόσχεση
Ποτέ δεν βλάπτουν
Αυτά προσπάθησα ως τώρα
Δεν ξέρω αν έκαμα καλά.