Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς
γράφει
ο Σίμος Ανδρονίδης
Πριν από λίγο καιρό, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ‘Ανάλεκτο’ ο Β’ τόμος της ‘Ανθολογίας Ποντιακής Ποίησης. Η δίγλωσσος’, σε μετάφραση και πάλι, του Ηλία Τσέχου.
Γράφοντας για τον Α’ τόμο της ανθολογίας είχαμε επισημάνει πως το συγκεκριμένο έργο καθίσταται έργο εν εξελίξει, με αρκετούς συντελεστές να συμβάλλουν στη δημιουργία του. Και μεταξύ αυτών, η κυρία Γιώτα Ιωακειμίδου, της οποίας το όνομα δεν πρέπει να παραλείψουμε.
Τώρα, λαμβάνοντας υπόψιν πως επίκειται και η έκδοση ενός τρίτου τόμου, μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα σύνθετο ποιητικό (δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον συγκεκριμένο όρο), έργο το οποία φέρει χαρακτηριστικά ενιαίας και αδιάσπαστης ενότητας, με κεντρικό τον ρόλο του μεταφραστή, δηλαδή του Ηλία Τσέχου.
Που εν προκειμένω, μέσω αυτού του δεύτερου τόμου της ‘Ανθολογίας Ποντιακής Ποίησης’ κατοχυρώνει πλέον την θέση του μέσα στον αστερισμό των σύγχρονων μεταφραστών οι οποίοι μεταφράζουν από την Ποντιακή στη Νέα Ελληνική Γλώσσα.
Εάν δε, επιλέξουμε μία περισσότερο γλωσσολογική προσέγγιση, τότε θα λέγαμε πως ο ποιητής Ηλίας Τσέχος εμπίπτει στην κατηγορία εκείνη των ‘μεταφορέων’ που καλούνται να ‘μεταφέρουν’ λέξεις, ‘ήχους’ και ρυθμούς από την Ποντιακή στην Νέα Ελληνική, δίχως να έχουν πρόθεση να παρέμβουν επί του νοήματος ή να το συγκροτήσουν εκ νέου προκειμένου αυτό να είναι περισσότερο συμβατό με τα ισχύοντα στη σημερινή εποχή.[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα διστάσουμε να στραφούμε στη φιλοσοφία και πιο συγκεκριμένα, στο πολυπρισματικό έργο του Γάλλου φιλοσόφου Εμμανουέλ Λεβινάς, με βασικό στόχο να προσπαθήσουμε να προσφέρουμε στον αναγνώστη μία εικόνα του τι έχει καταφέρει ο Ηλίας Τσέχος.
Έτσι λοιπόν ο Ηλίας Τσέχος μπορεί και «μετατοπίζει την έννοια του ορίζοντα».[2] Του γλωσσικού ορίζοντα πιο συγκεκριμένα.
Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως μπορεί και κινητοποιεί, ή αλλιώς, ‘ταρακούνα’ τον αναγνώστη, γλωσσικά και συναισθηματικά, φέροντας τον σε θέση να ‘δει’ και να προσεγγίσει τον λόγο όχι μέσω απόστασης ασφαλείας, εκεί όπου προηγείται η ανάγνωση στη Νέα Ελληνική και εν συνεχεία ακολουθεί αυτή στην Ποντιακή, αλλά, όπως έχει παραδοθεί σε εμάς: Ήτοι, γραμμένο στα Ποντιακά.
Αυτή η διαπίστωση έχει τρεις παράλληλες προεκτάσεις: Πρώτον, ο αναγνώστης μπορεί να επιχειρήσει να διαβάσει ολόκληρες φράσεις και ακόμη και μεμονωμένες λέξεις πρώτα στα Ποντιακά, ερχόμενος με παιγνιώδες ύφος σε επαφή με μία γλώσσα που μπορεί να μην γνωρίζει καθόλου. Βέβαια, όσοι είναι έστω και ελάχιστα εξοικειωμένοι με τα Ποντιακά, μπορούν πιο εύκολα να προχωρήσουν στην ανάγνωση.
Δεύτερον, ο αναγνώστης μπορεί να επιχειρήσει να διαβάσει ολόκληρο το ποίημα στην Ποντιακή γλώσσα και κυρίως ένα μικρό δίστιχο, αποκλίνοντας από αυτό που θα ορίσουμε ως ‘γλωσσική ασφάλεια.’ Ως γλωσσικό κανόνα. Αντί λοιπόν ο αναγνώστης να διαβάσει το ποίημα και το δίστιχο πρώτα στα Νέα Ελληνικά, το διαβάζει πρώτα στα Ποντιακά.
Από την στιγμή όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο αναγνώστης υπόκειται στους ‘κανόνες’ μίας άλλης γλώσσας που όμως φέρει κοινά στοιχεία με την δική του, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο την προσπάθεια παραγωγής νοήματος. Επενδύοντας πλέον στην αναγνωστική απόλαυση, εκεί όπου μπορεί να ακολουθήσει φυσικώ τω τρόπω, και η διανοητική εγρήγορση. Μόνο μέσω της διανοητικής εγρήγορσης μπορεί κάποιος αναγνώστης να ‘προσπελάσει’ έστω και εν μέρει, ένα ‘άγνωστο’[3] κείμενο.
Και τρίτον, δίχως ίσως να το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης μπορεί να συμβάλλει στη ‘διάσωση’ της Ποντιακής γλώσσας ή αλλιώς, της Ποντιακής διαλέκτου. Και πάλι όμως θα επαναλάβουμε το εξής: Εάν είναι Πόντιος και ιδίως Πόντιος δεύτερης και τρίτης γενιάς.
Αντί λοιπόν ο αναγνώστης να διαβάσει το ποίημα και το δίστιχο πρώτα στα Νέα Ελληνικά, το διαβάζει πρώτα στα Ποντιακά. Είναι σημαντικό για την ανάλυση μας να τονίσουμε πως τόσο στον πρώτο τόμο όσο και στον δεύτερο, σημείο αναφοράς καθίσταται η γλώσσα, ο Ποντιακός γλωσσικός ‘κόσμος’ και αυτόν περιλαμβάνει.
Η θεματική των ποιημάτων και των στιχουργημάτων, που αναδεικνύεται στην επιφάνεια μέσω της γλώσσας, ακολουθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποτιμάται.[4] Όπως και στον πρώτο τόμο της ανθολογίας, έτσι και εδώ, η θεματολογία είναι ευρεία και εναλλάσσεται διαρκώς, με τον αναγνώστη να συναντά ονόματα, χωρίς να απαιτείται να απομνημονεύσει κάποιο, εκτιθέμενος σε διάφορες σκηνές και καταστάσεις. Όλα αυτά είναι στοιχεία που προσκαλούν σε μία βαθύτερη ανάγνωση του Ποντιακού λόγου.
Τώρα, επιστρέφοντας στα της μετάφρασης ή της απόδοσης του Ποντιακού λόγου στα Νέα Ελληνικά από τον Ηλία Τσέχο, θα υπογραμμίσουμε πως το μεταφραστικό ‘στυλ’ του είναι «μοντέρνο»,[5] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Βασιλικής Τσιρέβελου.
Κάτι που σημαίνει πως αποφεύγει να κάνει χρήση διαφόρων ιδιωματισμών προκειμένου να μεταφράσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ποίημα από τα Ποντιακά στα Νέα Ελληνικά. Επιλέγει αποκλειστικά λέξεις που προέρχονται από την δημοτική, μη χρησιμοποιώντας μία ‘εξεζητημένη’ και εν πολλοίς ‘λογοτεχνίζουσα’ γλώσσα.
Και, τελευταίο άλλο όχι έσχατο, αποφεύγει να «μιμηθεί το πρωτότυπο», όπως θα μας έλεγε και πάλι η Βασιλική Τσιρέβελου, με την εξέλιξη αυτή να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε το ποίημα που ήδη έχει ‘μεταφερθεί’ σε μία άλλη αλλά συγγενή γλώσσα, όχι μόνο να ‘ακούγεται’ όπως θα έλεγαν κάποιοι, αλλά να αποκτά και μία ‘νέα ζωή.’
Διαφορετικά ειπωμένο, να αποκτά την αυτοτέλεια του. Άρα, ουσιαστικά έχουμε ένα ποίημα ή δίστιχο, που χωρίζεται σε δύο περιόδους: Σε αυτή που πρωτογράφτηκε και σε αυτή που φθάνει σε εμάς ως μακρινούς αναγνώστες, μέσω ενός φυσικού ομιλητή των δύο γλωσσών. Προσωπικά, σε αυτόν τον Β’ τόμο της ‘Ανθολογίας Ποντιακής Ποίησης,’ εκτιμώ πως η ποιητική ιδιότητα του Ηλία Τσέχου ενίοτε διαφαίνεται πιο έντονα από ό,τι στον πρώτο τόμο.
Και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, είναι το ποίημα ‘Η Τραπεζούντα η μάνα μας’[6] του Κώστα Διαμαντίδη, εκεί όπου, μορφολογικά, η ομοιοκαταληξία συνυπάρχει με τον ελεύθερο στίχο, τεχνική που συμβάλλει αφενός μεν στο να μην έχει ο λόγος δύσκαμπτη μορφή, και αφετέρου δε, στο να προσλάβει την απαιτούμενη πλαστικότητα.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως ο Τσέχος[7] δεν μεταφράζει εδώ κάποιο ανώνυμο δίστιχο, αλλά το ποίημα ενός συγκεκριμένου δημιουργού, πράγμα που ‘επιβάλλει’ ουσιαστικά να είναι πολύ προσεκτικός. Έτοιμος να μεταφράσει αλλά και να διορθώσει, όταν χρειάζεται.
Τώρα, ο Ηλίας Τσέχος προβαίνει σε μία λελογισμένη χρήση των σημείων στίξης, ζήτημα που θίγει και ο ίδιος στον πρόλογο του, προσφέροντας στον αναγνώστη την δυνατότητα της «εσωτερικής παύσης»,[8] σύμφωνα με την διατύπωση της Κωνσταντίνας Μισιρλιάδη. Και αυτό είναι δείγμα ικανού ποιητή.
Πέραν αυτού, θα αναφέρουμε πως ο Ηλίας με αυτή την μετάφραση της Ανθολογίας (έχουμε κατά νου και τους τρεις τόμους) εντάσσεται στη χορεία των ποιητών που έχουν καταπιαστεί (ας θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη)[9] με την μετάφραση, θεωρώντας την φυσικό επακόλουθο της ενασχόλησης του με την ποίηση, καθιστά γνωστό το έργο δημιουργών όπως ο Φίλωνας Κτενίδης, θέτοντας τις βάσεις για μία εκ νέου ανακάλυψη του από Πόντιους και μη.
Την στιγμή όπου μεταφράζει ή αποδίδει, πρωταρχικά διότι αισθάνεται «υπόλογος για αυτόν»[10] (repondre de lui), όπως υποστηρίζει ο Λεβινάς. «Υπόλογος» στον ανώνυμο και επώνυμο Πόντιο των περασμένων γενεών, στους γονείς και στους φίλους, σε ό,τι ονομάζει ‘παράδοση’, ‘πατρίδα’, ‘ρίζα’, κατά τον συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου.
Ο ίδιος συγγραφέας μας προσφέρει εκείνα τα ρήματα τα οποία είναι συμβατά με το μεταφραστικό και ποιητικό (ας το κρατήσουμε αυτό), εγχείρημα του Ηλία. Ο οποίος «συνδυάζει, παραλλάσσει, επιλέγει, διακρίνει και κρίνει».[11]
Σύμφωνα με τον Άγγλο ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας I. Richards, «η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας».[12]
Εστιάζοντας, θεωρητικώ τω τρόπω, στα της Ανθολογίας, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια χαρακτηριστικά ποιήματα τα οποία, όχι μόνο φέρουν ένα συγκινησιακό περιεχόμενο, εν είδει συναισθηματικής φόρτισης, αλλά μπορούν να προκαλέσουν και την συγκίνηση του αναγνώστη.
1) ‘Επιθυμίες των Νεκρών’, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου ο τελευταίος στίχος («ένα μαντήλι δάκρυα») μας ωθεί να το κατατάξουμε στην κατηγορία του ατόφιου συγκινησιακού ποιήματος. 2) Το ποίημα ‘Βρυχούνται’ με τον ιδιαίτερο Καβαφικό απόηχο, το οποίο μπορεί να συγκινήσει απογόνους Ποντίων ανταρτών καθότι αποπνέει μία ατμόσφαιρα επικείμενου θανάτου στη μάχη. 3) Το ‘Πρωτόκλαδο μου’ με τον έντονο συμβολισμό, εκεί όπου ο άγνωστος ομιλητής κάλλιστα θα μπορούσε να έχει την μορφή της μητέρας. 4) Το κλασικό ‘Το πάρσιμο της Τραπεζούντας’ του Παντελή Μελανοφρύδη,[13] το οποίο αλληλεπιδρά εντόνως με την δημώδη παράδοση.
Ο Ηλίας Τσέχος προσέρχεται στο πεδίο της μετάφρασης με την απαραίτητη σεμνότητα, η οποία αποτελεί ‘αρετή’ (για να θυμηθούμε τον Ιμμάνουελ Καντ) για όποιον επιθυμεί να μεταφράσει ‘ελεύθερα’. Δεν ανταγωνίζεται κανέναν. Αντιθέτως, μεταφράζει δημιουργικά
https://tovivlio.net/%ce%b1%
[1] Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως ο μεταφραστής ή αλλιώς ο ‘μεταφορέας’ (εν προκειμένω ο Ηλίας Τσέχος), αποφεύγουν πλήρως να παρέμβουν επί του νοήματος. Εστιάζοντας στα της ‘Ανθολογίας Ποντιακής Ποίησης’, θα επισημάνουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως ο Ηλίας Τσέχος ως ‘μεταφοράς’ λόγου και δη έμμετρου λόγου, ‘παρεμβαίνει’ ελαφριά, δια της επιλογής των πλέον κατάλληλων λέξεων στο νόημα του αρχικού Ποντιακού κειμένου, όχι για να το ‘αλλοιώσει’ ή να το μεταπλάσει εν συνόλω, αλλά, αντιθέτως (ας το κρατήσουμε αυτό), για να βοηθήσει τον σημερινό αναγνώστη, είτε ένας ομιλητής της Ποντιακής είτε όχι, είτε έχει Ποντιακή καταγωγή είτε όχι, να αντιληφθεί πληρέστερα το νόημα του αρχικού κειμένου και ίσως, το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφτηκε. Και η γνώση του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, ακριβώς διότι μπορεί να μας επιτρέψει να δούμε το ‘πως’ και με ποιους τρόπους εξελίχθηκε η Ποντιακή γλώσσα με την πάροδο των ετών.
[2] Βλέπε σχετικά, Πελλισόν, Κορίν., ‘Για να κατανοήσουμε τον Λεβινάς,’ Μετάφραση: Φαράκλας Γιώργος, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2022, σελ. 48. Η μετατροπή του κατά Λεβινάς ορίζοντα σε «Ποντιακό» έστω και για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, επιβεβαιώνεται και ‘τεκμαίρεται’ μέσω της διατύπωσης των κατάλληλων ερωτήσεων: ‘Έχει να επιδείξει πολλά τέτοια στιχουργήματα η Ποντιακή κουλτούρα’; ‘Γράφεται σήμερα ποίηση στα Ποντιακά και αν ναι, από ποιους; Ποιοι είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποι της;’ ‘Ποια είναι η θέση που καταλαμβάνει η Ποντιακή ποίηση και ευρύτερα, η Ποντιακή παράδοση μέσα στην ελληνική γραμματεία’; Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να παραχθεί γνώση. Γνώση σημαντική για έναν πολιτισμό και για μία κουλτούρα που επιδιώκουν να καταδείξουν την διακριτότητα τους, ώστε να εξακολουθήσουν να υφίστανται στο παρόν και στο μέλλον.
[3] ‘Άγνωστο’ μπορεί να είναι ένα ποίημα για τον αναγνώστη που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος με τα Ποντιακά. Ακόμη και ηχητικά.
[4] Η θεματική των ποιημάτων, δεν διαφέρει αισθητά από την θεματική που συναντάμε όχι μόνο σε κλασικά κείμενα της ελληνικής γραμματείας, αλλά και σε έργα πολιτισμών που δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν εντός του εν ευρεία εννοία ελληνικού-ελληνόφωνου κόσμου. Αξίζει να σταθούμε στο ποίημα ‘Τα ημέρας’, στο εγκάρσιο σημείο όπου η παράθεση της κάθε ημέρας ξεχωριστά αποτελεί το έναυσμα για την διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, από τις οποίες δεν εκ-λείπουν το χιούμορ, η ειρωνεία, η ανάλαφρη διάθεση. Το ενδιαφέρον έγκειται στο ό,τι η εργασία δεν ‘εξιδανικεύεται’ και δεν εκλαμβάνεται ως η μείζονα αξία (αυτό συμβαίνει τμηματικά, δηλαδή κάποιες μόνο ημέρες και κυρίως την Πέμπτη), με την Δευτέρα να είναι η ημέρα (ο χρόνος προσεγγίζεται μόνο ημερολογιακά και όχι υπό μορφή ώρας), που ‘ανήκει’ στον τεμπέλη και στους τεμπέληδες. Άρα, παραφράζοντας τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Πολ Λαφάργκ, που είναι ‘Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά,’ μπορούμε να τονίσουμε πως από την καταγραφή δεν απουσιάζει το ‘εγκώμιο στην τεμπελιά’ (εδώ η αλληλεπίδραση με παρόμοιες αποτυπώσεις της τεμπελιάς έτσι όπως απαντώνται σε χιουμοριστικά δίστιχα, σε παροιμίες, είναι στενή) στενά συνυφασμένο με τα αρνητικά συναισθήματα και τις άσκημες σκέψεις που γεννά σε πολλούς εργαζόμενους η Δευτέρα, που έχει καθιερωθεί η ημέρα επιστροφής στην εργασία. Η εργασιακή ηθική ή κουλτούρα που αίρεται στην αρχή της εβδομάδας, ‘επιστρέφει’ στο επίκεντρο την Πέμπτη, που είναι η ημέρα ‘αποθέωσης της εργασίας.’ Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της δημιουργικής ανα-νοηματοδότησης των ημερών τις εβδομάδας, είναι πως το γέλιο προκύπτει άμεσα και αβίαστα, δίχως να χρειάζεται για αυτό η χρήση της οποιαδήποτε εικόνας που μπορεί να έχει υποστηρικτικό ρόλο και να συμβάλλει στην πρόκληση γέλιου. Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα πούμε πως το γέλιο προκύπτει και μέσω της συνειδητοποίησης πως αυτές τις καταστάσεις τις έχουμε ‘συναντήσει αρκετές φορές στη ζωή μας.’ «Δευτέρα. Δευτέρα οι τεμπέληδες καλοπερνούν που δεν δουλεύουν. Τρίτη. Τρίτη μην αρχινάς δουλειά, θα βρεις αναποδιά. Τετάρτη. Τετάρτη ποιοι νηστεύουν, κόβουν διαβόλου ουρά. Πέμπτη. Πέμπτη Δούλεψε όλη την Πέμπτη κι όσο θες παινέψου. Παρασκευή. Η Παρασκευή κλαμένη, μνημονεύει πεθαμένο. Σάββατο. Σάββατο δουλειά αν έχεις, σιώπα μη μιλάς. Κυριακή. Κυριακή. Σήμερα είναι Κυριακή, στάσου, αναπαύσου, Κυριακή όποιος δουλεύει, δεν πλουτίζει δευτεριάτικα». Η πρόσληψη της Κυριακής ως ημέρας ανάπαυσης και αφοσίωσης στην οικογένεια, δεν διαφέρει από τις αντίστοιχες προσλήψεις που συναντάμε σε άλλες κουλτούρες και παραδόσεις. Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης. Η δίγλωσσος,΄ Εκδόσεις Ανάλεκτο, Β’ Τόμος, Νάουσα, 2023, σελ. 132-133. Όπου σελίδα 132 το Ποντιακό πρωτότυπο και όπου σελ. 133 η απόδοση του στα Νέα Ελληνικά. Και, Λαφάργκ, Πολ., ‘Το δικαίωμα στην τεμπελιά,’ Μετάφραση από τα Γαλλικά: Λαλουδάκη, Ελισάβετ, Επιμέλεια: Τσικούδης, Αθανάσιος, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 2007.
[5] Βλέπε σχετικά, Τσιρέβελου, Βασιλική., ‘Μοντερνισμός και μετάφραση: η περίπτωση του T.S. Eliot στη Ελλάδα (1933-1974),’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2022, σελ. 40-41, Διαθέσιμη στο: Ο διασκελισμός στον Φιλύρα και στον Σεφέρη (didaktorika.gr) Στρεφόμενοι στην ανάλυση της Τζίνας Πολίτη στην οποία οφείλουμε το έργο ‘Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη’, εκεί όπου οι προσωπικές μνήμες και μαρτυρίες, τα συναισθήματα που γεννά η ανάγνωση του ποιητικού λόγου διαπλέκονται με το δοκιμιακό ύφος παράγοντας ένα εξαιρετικό πρωτότυπο και ‘ελκυστικό’ για τον μέσο αναγνώστη ποίησης, μείγμα, θα ισχυρισθούμε πως μέσω της ‘Ανθολογίας Ποντιακής Ποίησης’ βρήκαν έκφραση «ουσιώδη συναισθήματα, αισθητηριακές εικόνες και ανομολόγητες επιθυμίες» του ποιητή Ηλία Τσέχου, εντός του οποίου ο Ποντιακός λόγος και τα έργα της Ελληνικής και της Νεοελληνικής Γραμματείας, η Ποντιακή γλώσσα και η Νέα Ελληνική Γλώσσα, αφομοιώνονται τόσο έντονα, ώστε να καταστούν ‘αξεδιάλυτα’, με αποτέλεσμα η μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη και τούμπαλιν να λαμβάνει χώρα απολύτως φυσικά. Όπως φυσικά συντελείται στην καθημερινότητα η αλλαγή γλωσσικού ύφους και λεξιλογίου: Αλλιώς μιλά κάποιος όταν απέναντι του έχει έναν φίλο του, και αλλιώς, όταν μιλά σε κάποιον άγνωστο, σε ένα πρόσωπο που λόγω ιδιότητας αποπνέει κύρος και ‘αίγλη.’ Βλέπε σχετικά, Πολίτη Τζίνα., ‘Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη,’ Επιμέλεια: Πετσόπουλος Σταύρος, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2012. Και, για μία εμπεριστατωμένη ανάλυση του έργου της Τζίνας Πολίτη, βλέπε και, Βούλγαρης, Κώστας., ‘Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης,’ Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2022, σελ. 85.
[6] Βλέπε σχετικά, ‘Η Τραπεζούντα η μάνα μας. Κώστα Διαμαντίδης,’ στο: Τσέχος, Ηλίας., ‘Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης. Η δίγλωσσός…ό.π., σελ. 85. Αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς ο «τρόπος της εναλλαγής των χωρικών επιπέδων μέσα στο ποίημα», για να παραφράσουμε πολύ ελαφριά τον Νάσο Βαγενά. Η Τραπεζούντα και η εξορία (συμβολικά, η μετάβαση από την ‘ασφάλεια’ στην ανασφάλεια της εξορίας, της φυγής), ο Ήλιος, μετωνυμικά ο ‘Πάνω Κόσμος,’ η Γη, και ο Άδης, συνυπάρχουν και εναλλάσσονται, πράγμα που δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη προσπάθεια για να το διαπιστώσει ο αναγνώστης. Και αυτό επίσης συνιστά ένδειξη ικανού μεταφραστή που μεταφράζει με τέτοιον τρόπο ώστε να αναδειχθούν στην επιφάνεια το ύφος και η τεχνική του δημιουργού. Βλέπε σχετικά, Βαγενάς, Νάσος., ‘Σχόλια στον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου,’ στο: Βαγενάς, Νάσος., (επιμ.), ‘Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία,’ Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 1994.
[7] Για την εξέλιξη του Ποντιακού έμμετρου λόγου με την πάροδο των ετών, για τις γλωσσικές και θεματικές μεταβολές (υπάρχει και Ποντιακό μοιρολόγι), που συντελούνταν, παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στη συνέντευξη του ποιητή στην ενημερωτική ιστοσελίδα ‘The President’. Βλέπε σχετικά, ‘Ανθολογία από τις αιωνόβιες ρίζες του Πόντου, παρουσιάζει ο ποιητής Ηλίας Τσέχος στη Νάουσα,’ Ιστοσελίδα ‘The President,’ 23/09/2023, Ανθολογία από τις αιωνόβιες ρίζες του Πόντου, παρουσιάζει ο ποιητής Ηλίας Τσέχος στη Νάουσα – The President της Αγγελικής Κώττη. To ακριτικό τραγούδι καθίσταται χαρακτηριστικά Ποντιακό, καθότι η δημιουργία και η ανάπτυξη του σχετίζονται στενά με την διαμόρφωση της ταυτότητας του ‘υπερασπιστή’ των συνόρων, του ‘Πόντιου ακρίτα’ που ‘φυλάσσει’ τον ελληνικό πολιτισμό και τις αρχές και τις αξίες του στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας.
[8] Βλέπε σχετικά, Μισιρλιάδη, Κωνσταντίνα., ‘Ο διασκελισμός στον Φιλύρα και στον Σεφέρη,’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2022, σελ. σελ. 50, Διαθέσιμη στο: Ο διασκελισμός στον Φιλύρα και στον Σεφέρη (didaktorika.gr)
[9] Σε μία τέτοια περίπτωση, η ειδοποιός διαφορά, έγκειται στο ότι ποιητές-μεταφραστές όπως ο Γιώργος και ακόμη και ο Γιάννης Ρίτσος, μετέφραζαν από μία ξένη γλώσσα στην ελληνική. Θεωρούμε εκ των προτέρων δύσκολο να είχε καλή γνώση της Ρουμάνικης γλώσσας ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος μετέφρασε μία ‘Ανθολογία Ρουμάνικης Ποίησης’, στα 1961. Άρα, εκτιμούμε πως ο ποιητής ‘προσπέλασε’ τα πρωτογενή ποιητικά ‘κείμενα’ μέσω μίας τρίτης γλώσσας-‘γέφυρας’ (συνήθης μεταφραστική στρατηγική), την οποία και αξιοποίησε για να τα μεταφράσει στα ελληνικά. Η δυσκολία του εγχειρήματος του Ηλία Τσέχου έγκειται και στο γεγονός πως παρά την ‘συγγένεια’ μεταξύ Νέας Ελληνικής και Ποντιακής Γλώσσας, η Νέα Ελληνικά δεν έχει «δανεισθεί εκφράσεις» της Ποντιακής, για να παραφράσουμε ελαφριά τους Χατζηθεοδώρου & Baker. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως τέτοια το ‘τεμέτερον’. Οπότε, από την στιγμή όπου δεν μπορούσε να μεταφέρει αυτούσια την Ποντιακή έκφραση στο μεταφρασμένο στα Νέα Ελληνικά ποίημα, όφειλε διαρκώς να αναζητεί τις κατάλληλες λέξεις και να επινοεί στρατηγικές ώστε να μην μείνει τίποτε εκτός. Βλέπε σχετικά, Baker, M., ‘In other words: A coursebook on translation,’ London & New York, Routledge, 1992. Και, Χατζηθεοδώρου, Κωνσταντίνος., ‘Αυτόματη μετάφραση μεταφορών και ιδιωτισμών από τα ιταλικά στα ελληνικά,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2020, Διαθέσιμη στο: Αυτόματη μετάφραση μεταφορών και ιδιωτισμών από τα ιταλικά στα ελληνικά (didaktorika.gr)
[10] Βλέπε σχετικά, Πελλισόν, Κορίν., ‘Για να κατανοήσουμε τον Λεβινάς…ό.π., σελ. 49. Εναλλακτικά και χωρίς να αποκλίνουμε από την θεωρία, μπορούμε να προσεγγίσουμε το μεταφραστικό εγχείρημα του Ηλία Τσέχου, στρεφόμενοι στην έννοια του «γλωσσικού νόστου» της Τζίνας Πολίτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω της μνήμης, της γλώσσας και της μεταφραστικής διαδικασίας, εκφράζει τον ‘νόστο’ για την ‘πατρίδα’ (δεν ανακύπτει σε αυτή την Ανθολογία το μοτίβο των ‘χαμένων πατρίδων’/Για τον Τσέχο η πατρίδα εκλαμβάνεται ως κάτι ‘ζωντανό’, απτό που διαρκώς τον περιβάλλει, συνιστώντας έναυσμα δημιουργίας), σπεύδοντας να την οικειοποιηθεί και να την νοηματοδοτήσει. Ποιήματα του Ηλία Τσέχου γραμμένα στα Ποντιακά έχουμε συναντήσει διάσπαρτα σε ποιητικές συλλογές. Όμως, η ειδοποιός διαφορά με τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην ‘Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης. Η δίγλωσσος’ είναι πως αυτά, εκτός του ότι δεν έχουν γραφεί από τον ίδιο, παρατίθενται σε σειρά και είναι πολύ περισσότερο συμπυκνωμένα. Για τον Ηλία Τσέχο που έχει ένα καθαυτό διακριτό και άμεσα αναγνωρίσιμο γλωσσικό- ποιητικό ‘ιδίωμα’, η δημιουργία ποιημάτων στην Ποντιακή γλώσσα λειτούργησε περισσότερο ως ‘άσκηση πειραματισμού’ με διακύβευμα το να καταφέρει να βρει το κατάλληλο για τον ίδιο, γλωσσικό-ποιητικό ύφος. Βλέπε σχετικά, Πολίτη, Τζίνα., ‘Οι αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη…ό.π.
[11] Βλέπε σχετικά, Δημητρίου, Σωτήρης., ‘ «Πόσες φορές θα πούμε ακόμα ποιος θα μας σώσει απ’ τους σωτήρες»;’ Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμούλη, Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 16-17/09/2023, σελ. 19. Για όποιον αναγνώστη επιθυμεί να εντρυφήσει στο μυθιστορηματικό ‘σύμπαν’ του συγγραφέα μία καλή επιλογή είναι το έργο του ‘Ουρανός απ’ άλλους τόπους,’ Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα, 2021.
[12] Βλέπε σχετικά, Richards, I., ‘Principles on literary Criticism,’ London, Routledge, 1970.
[13] Kαι, Ποιήματα, ‘Το πάρσιμο της Τραπεζούντας,’ σελ. 77., ‘Βρυχούνται’, σελ. 99., ‘Επιθυμίες των νεκρών,’ σελ. 101., ‘Πρωτόκλαδο μου,’ σελ. 95., στο: Τσέχος, Ηλίας., ‘Ανθολογία Ποντιακής Ποίησης. Η δίγλωσσος….ό.π. Πιο πάνω, κάναμε λόγο για το ότι ο Ηλίας Τσέχος, ο μεταφραστής της Ανθολογίας, είναι ένας φυσικός ομιλητής των δύο γλωσσών. Δεν θα μείνουμε όμως σε αυτό το σημείο. Θα υπογραμμίσουμε πως η άνεση με την οποία μεταχειρίζεται τον Νεοελληνικό και τον Ποντιακό γραπτό λόγο, η ευκολία με την οποία μεταπηδά από την μία γλώσσα στην άλλη και τούμπαλιν, αποδεικνύει πως ο ίδιος δεν διακατέχεται από έναν ιδιαίτερο γλωσσικό διχασμό. Πράγμα που σημαίνει πως αφενός μεν πως οι ‘ήχοι’ της Ποντιακής έχουν αφομοιωθεί ωσάν να είναι βίωμα (εδώ εντοπίζουμε την επίδραση του Ποντιόφωνου οικογενειακού περιβάλλοντος) και, αφετέρου δε, η πολύχρονη ‘μαθητεία’ στην Νέα Ελληνική και τους κανόνες της, η καθημερινή της χρήση της (στενά γλωσσολογικά, ο Τσέχος είναι πρώτα φυσικός ομιλητής της Νέας Ελληνικής) δεν απέβησαν εις βάρος της Ποντιακής και δεν προκάλεσαν κάποιου είδους γλωσσική ‘σύγκρουση’ τύπου ‘ποια γλώσσα να επιλέξω τώρα; Σε ποια γλώσσα να εκφραστώ’; Οι δύο γλώσσες συνυπήρξαν αρμονικά και αλληλεπίδρασαν (βλέπε και το ποιητικό έργο του Ηλία Τσέχου), όπως αλληλεπιδρούν εντός Ανθολογίας η ιστορία με την μνήμη, ο προφορικός με τον γραπτό λόγο, ο ρυθμός με την ακινησία, το τραγούδι και η σιωπή.