Η πρόσφατη είδηση της απόπειρας παγίδευσης του κινητού τηλεφώνου του αρχηγού της ελάσσονος αντιπολίτευσης θα έπρεπε να μας προβληματίσει ποικιλοτρόπως. Πρώτα πρώτα, διότι εάν προσβάλλεται με τόση ευκολία το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ενός δημόσιου προσώπου (το οποίο και λόγω της ιδιότητας του η πολιτεία οφείλει να προστατεύει με μεγαλύτερη επιμέλεια) μπορούμε να εικάσουμε ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα των απλών πολιτών βάλλεται ευχερώς και πανταχόθεν. Δεύτερον, διότι η προσπάθεια υποβάθμισης του θέματος από μερίδα του Τύπου και μελών του κοινοβουλίου προκαλεί εύλογα ερωτήματα για τον τρόπο που πολιτεύονται σε τούτο τον τόπο όσοι έχουν επαυξημένο μερίδιο ευθύνης. Είναι τουλάχιστον προκλητικό να ακούγονται από χείλη βουλευτή – και δημοσιογράφου στο επάγγελμα – ότι είναι γνωστό τοις πάσι ότι ξένες μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούν τους πάντες. Εάν τούτο, πράγματι, συμβαίνει τότε πολύ απλά δεν έχουμε κράτος. Για ποιο λόγο επιβαρύνονται οι φορολογούμενοι με τις σημαντικές δαπάνες των υπηρεσιών αντικατασκοπείας και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) όταν ο ρόλος τους – σύμφωνα πάντα με όσα υπαινίχθηκε ο συγκεκριμένος βουλευτής – είναι διακοσμητικός; Σε ποιο σοβαρό κράτος του κόσμου θα ακούγονταν τέτοιοι ισχυρισμοί από «υπεύθυνα» χείλη και δεν θα είχε προκληθεί πολιτικός και κοινωνικός σεισμός; Πόση απάθεια, πλέον, μας χαρακτηρίζει, όταν μιλάμε για την κατάλυση του ίδιου του Συντάγματος στην πράξη;
Το άρθρο 19§1 (προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών) του Ελληνικού Συντάγματος, όπως και το άρθρο 8 (Δικαίωμα σεβασμού́ της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά και το άρθρο 7 (Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνουν θεσμικά το δικαίωμα προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας τόσο έναντι του Ελληνικού ή ξένου κράτους και των οργάνων τους όσο και έναντι των ιδιωτών.
Στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει καταρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης), αλλά το απόρρητο του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο τα γραπτά μηνύματα (επιστολές) αλλά και οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails).
Στην Ελλάδα έχουμε το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας. Ωστόσο, οι νόμοι «μένουν στα χαρτιά» όταν δεν τους εφαρμόζουν όσοι καλούνται να τους υπηρετούν. Επιπροσθέτως, η δημόσια παρότρυνση της Δικαιοσύνης – μέσω ειδικής επισήμανσης του Υπουργού Δικαιοσύνης στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου - να επιληφθεί του θέματος περισσότερο κατατείνει στο «πέταγμα της μπάλας στην κερκίδα» παρά σε πραγματική προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος. Η Δικαιοσύνη θα αποδώσει ευθύνες εφόσον αυτές προσωποποιηθούν. Είναι δουλειά των αστυνομικών αρχών και των υπηρεσιών αντικατασκοπείας να εντοπίσουν τους υπαίτιους. Και προπάντων είναι δουλειά των πολιτικών όχι μόνον να μην υποβαθμίζουν το θέμα αλλά να απαιτούν την άμεση και επιτυχή διερεύνησή του. Ειδάλλως αποδεικνύουμε για άλλη μια φορά ότι πόρρω απέχουμε από το να χαρακτηριστούμε ως σοβαρό κράτος …