1. ΓΕΝΙΚΑ-ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΑΥΤΗ
Δωδεκαήμερο ονομάζουμε την περίοδο των δώδεκα ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Είναι ημέρες γιορτινές, οικογενειακές και σπιτικές αλλά και παλιότερα με πολλές δεισιδαιμονίες και αστρικές επιδράσεις με κορύφωμα τις φαντασιώσεις των καλικατζάρων και των λυκανθρώπων και δρακόντων (σε άλλες χώρες). Έχουμε ένα συνδυασμό πολλών προχριστιανικών και χριστιανικών εθίμων. Τελούνται κυρίως με τρεις επιθυμητές σκοπιμότητες όπως μας λέει ο γνωστός Λαογράφος Λουκάτος:
«Να χαρούν οι άνθρωποι την μετάβαση από τον χειμώνα, το σκοτάδι, τη μη γονιμότητα και το φόβο στην άνοιξη, στο φως στη βλάστηση και στη χαρά. Αυτό επιδιώκεται με το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, τους πολύχρωμους φωτισμούς, τις φωτιές, την αναμμένη εστία, το κυνηγητό των καλικάντζαρων και τον αγιασμό των υδάτων.
Να εξασφαλίσουν οι άνθρωποι την ευτυχία για το χρόνο που έρχεται. Αυτό πραγματώνεται με τα κάλαντα, τις ευχές, τα δώρα, τις βασιλόπιτες κλπ.
Να τονώσουν το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα και αυτό εφαρμόζεται με τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, την ωραία παραδοσιακή ψαλτική, τις νυχτερινές ακολουθίες και τις οικογενειακές συγκεντρώσεις στο σπίτι με τα φαγητά κλπ».
Τα δρώμενα (<δρω=πράττω, δράση, δράμα) του Δωδεκαημέρου εντάσσονται στη λαϊκή λατρεία με εθιμικές εκδηλώσεις στον κύκλο του χρόνου, όπου ο άνθρωπος, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του, προσπαθούσε να έλθει σε επικοινωνία με τις υπερφυσικές δυνάμεις, τους θεούς και τους δαίμονες. Οι αγροτικοί και ποιμενικοί πληθυσμοί απέβλεπαν στον εξευμενισμό των δυνάμεων αυτών και οι λατρευτικές αυτές εκδηλώσεις χάνονται στο χρόνο, έχουν γονιμικό και ευετηρικό (ευ+έτος=καλός χρόνος, καλοχρονιά) και αποβλέπουν στην ευημερία, στον εξορκισμό του κακού και στην καρποφορία. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου και την προαγωγή της ορθολογικής σκέψης, έχουν χάσει το συμβολισμό τους και αποτελούν πλέον αφορμές για διασκέδαση και ευωχία.
Στο Δωδεκαήμερο έχουμε πολλά λαϊκά δρώμενα με μεταμφιέσεις (ιδιαίτερα την ημέρα των Θεοφανείων) σε όλη την Βόρειο κυρίως Ελλάδα. Οι μεταμφιέσεις αυτές ήταν ένας μικρός θίασος-προάγγελος του θεάτρου, χωρίς συγκεκριμένο κάθε φορά σενάριο, αλλά με κάποια πλοκή και με περισσότερα τα στοιχεία αυτοσχεδιασμού.
Η κυρίαρχη ονομασία τους είναι Ρουγκατζάρια, που πιθανώς προέρχεται από το Λατινικό Rogatores που σημαίνει: επαίτες, ζητιάνοι, συλλέκτες. Αυτό, άλλωστε, κάνουν τα Ρουγκατζάρια, ζητούν δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σαν αντάλλαγμα για τη συνεισφορά τους στην απομάκρυνση του κακού πνεύματος, το θάνατο του παλιού και τον ερχομό του νέου. Εάν δούμε την πλοκή των περισσοτέρων μικρών αυτών «θιάσων» θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται μάλλον για Διονυσιακό κατάλοιπο (έθιμο), όπου γίνεται μια αναπαράσταση κι ένας συμβολισμός του θανάτου και της ζωής, της επιζήτησης της ανάστασης και του ξυπνήματος της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη και το διώξιμο του παλιού από το νέο χρόνο. Στους περισσότερους αυτούς θιάσους βλέπουμε μορφές γέρων (άσχημων, καμπούρηδων κουρελήδων, γερασμένων) και μορφές νέων ανδρών (γεροδεμένων και ρωμαλέων ως επί το πλείστον φουστανελοφόρων) και αναπαραστάσεις νέων γυναικών (ντυμένες νύφες), όπου στο τέλος επικρατούν οι νέοι και σκοτώνονται οι γέροι.
Πολλά από τα Ρουγκάτσια, όταν το έθιμο ανθούσε στην Τουρκοκρατία, πάλευαν μεταξύ τους μερικές φορές μέχρι θανάτου. Αρκετά είναι τα τοπωνύμια στην Ελλάδα με ονόματα όπως, Ρουγκατσιάρια, σκοτωμένοι, αρσάλια (νεκροταφεία). Φαίνεται καθαρά η επικράτηση της άνοιξης και της νέας βλάστησης κόντρα στο χειμώνα και τη μη γονιμότητα. Οι φωτιές, που ανάβονται στην περίοδο αυτή, συμβολίζουν την προσπάθεια να επικρατήσει το φως στο σκοτάδι και η θερμότητα κόντρα στο κρύο.
Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο ο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών στους Αρχαίους Έλληνες αλλά και θεός, που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο. Άλλωστε, ο φαλλός (σύμβολο γονιμότητας), οι προσωπίδες με τις κεφαλαργιές και τα κέρατα των ζώων, που υπάρχουν στις μεταμφιέσεις αυτές και που ταυτόχρονα τις βλέπουμε στην λατρεία του Διόνυσου στην Αρχαία Ελλάδα, μας δυναμώνουν την πεποίθηση ότι πρόκειται για Διονυσιακό κατάλοιπο.
Τέτοιες μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου συναντάμε στα εξής μέρη στην Ελλάδα:
-Τους Αρουγκουτσάρους στη Βωβούσα.
-Τους Φουστανελάδες και τις Νύφες (Εσκιάρους και Τζβοκάρους) στο Ξινό Νερό Φλώρινας.
-Τα Ραγκουτσάρια στην Καστοριά.
-Τα Ρουγκάτσια ή Ρογκατζάρια στη Θεσσαλία, στο Ρουμλούκι και στη Θράκη.
-Τους Αράπηδες, τους Ποτουρλίδες και Μπαμπούγερους στη Δράμα.
-Τα Λαγκατζάρια στα Πιέρια, Όλυμπο, Χάσια.
-Την Γκαμήλα με τον Ντιβιτζή από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας.
-Τους Μωμόγερους από τους Πόντιους.
-Τους Μπουσιαραίους στο Διδυμότειχο.
-Τα Μπουμποσάρια στη Σιάτιστα.
-Τους Ρουγκανάδες στη Φυτειά Ημαθίας.
-Τους Ντραγκαράδες στο Τρίλοφο Ημαθίας
-Τους Αλήδες, Κουδουνάδες και Ρούγκους στη περιοχή Γρεβενών.
-Τις Τζαμάλες στη Θράκη.
-Τους Τζαμαλάρους στα Μογλενά.
-Τους Σουρβάρους στην Ερμακιά Κοζάνης.
-Τους Ισκινάρους στη Νέβεσκα (Νυμφαίο).
-Τους Καραβασλάδες στα χωριά της Χαλκιδικής.
-Τους Μπαμπαϊούρδις στο Κάντσικο Κόνιτσας.
-Τους Μπουμπαραίους στο Επταχώρι Καστοριάς
-Τους Καλκάντζαρους στα χωριά των Τρικάλων.
-Τους Λιγουτσιάρηδες στους βλαχόφωνους της Βέροιας.
-Τους Λιγουτσάρους στους βλαχόφωνους της Φούρκας Ηπείρου.
-Τους Λιγουτσάρους στους Σαμαρινιώτες Γρεβενών.
-Τους Μπαμπαλιούρδες στο Λιβάδι Ολύμπου.
-Τους Αραπκούς στη Νικήσιανη Καβάλας.
-Τους Αράπηδες στο Βελβενδό Σερβίων και Μοναστηράκι Δράμας.
-Τα Αργκουτσιάρια της Κλεισούρας Καστοριάς.
-Τους Ποτουρλίδες στον Ξηροπόταμο Δράμας.
-Τη Καμήλα στην Κρύα Βρύση Δράμας.
-Το Μπάμπιντεν στην Πετρούσα Δράμας κλπ.
Επίσης συναντάμε και τα εξής ονόματα:
Λιουγκατζιάρια, Λογκατσάρια, Ρογκατσάδες, Καλινδράδες, Καπιταναραίοι, Καρναβάλια, Κουντουνάδες, Μπαμποέρηδες, Μπαμπούγεροι, Ντυλιάροι, Σουρβατζήδες, κλπ.
Βλέπουμε λοιπόν πως οι παλιές συνήθειες και έθιμα, που ήταν μέρος της αρχαίας λατρείας στην Ελλάδα, όχι μόνο διατηρήθηκαν από το λαό, παρά το γεγονός ότι πολεμήθηκαν από τον επίσημο Χριστιανισμό, ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, αλλά βρήκαν και την θέση τους στις μεγάλες Χριστιανικές γιορτές. Τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα, πήραν τη θέση πολλών λατρειών της αρχαιότητας.
Ερευνητές μας λένε, επίσης, ότι οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου είναι εκδηλώσεις, τις οποίες συναντούμε στις ρωμαϊκές εορτές, που εντοπίζονται στις χειμερινές τροπές του Ηλίου (Σατουρνάλια-Vrumalia-Dies natalis invicti Solis-Calendae-Votapublica-Λαρεντάλια-εορτή Ιανού). Αντιστοιχούν, ακόμα, στα χειμερινά Διονύσια της Αρχαίας Ελλάδας, που τελούνταν μεταξύ 15ης Δεκεμβρίου και 15ης Ιανουαρίου. Στα κατ' Αγρούς Διονύσια ο σχετικός θίασος περιερχόταν τους συνοικισμούς και οι κωμαστές περιέπαιζαν τους πάντες, όπως ακριβώς σήμερα οι μεταμφιεσμένοι, ενώ στα αθηναϊκά Ανθεστήρια κατά τη δεύτερη ημέρα, τους Χόας, γινόταν επίσημα γάμος του Διονύσου, τον οποίο υποδυόταν ο άρχοντας βασιλιάς με την βασίλισσα στο Βουκόλιο. Η μιμική ένωση ζεύγους ή η εικονική τελετή γάμου, που συναντιούνται σε πολλά δρώμενα, θεωρούνται μαγικές πράξεις, οι οποίες αποσκοπούν στην πρόκληση της γονικής δύναμης για την προκοπή της βλάστησης κ.λ.π.. Όλες αυτές οι τελετές έχουν, όπως είπαμε, πανάρχαια καταγωγή και χαρακτήρα ευετηρικό, είναι δηλαδή εορτές με κύριο σκοπό την καλοχρονιά.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι τα δρώμενα αυτών των μεταμφιέσεων (συμπεριλαμβανομένης και της Αποκριάς) αποτελούν σημαντικό μέρος του ελληνικού πολιτισμού και μάλιστα από αρχαιοτάτων χρόνων. Η επιβίωσή τους μέχρι σήμερα, τόσο από τους ντόπιους όσο και από τους εκπατρισθέντες πρόσφυγες (κυρίως Πόντου και Ανατ. Ρωμυλίας), συνιστά την πιο απερίφραστη μαρτυρία της διαχρονικής ελληνικής συνέχειας. Όλοι οι ερευνητές αναφέρουν ότι τα δρώμενα αυτά απορρέουν από την ίδια μήτρα που γέννησε το θέατρο. Το σημαντικό είναι ότι έχουν φθάσει μέχρι τις μέρες μας μέσα από τη λαϊκή μας παράδοση και μάλιστα σε μερικά από αυτά επιβιώνουν ακόμα αρχέγονα ελληνικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα οι τραγόμορφες στολές των κουδουνοφόρων, τα προσωπεία και το βάψιμο του προσώπου. Βέβαια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα δρώμενα αυτά παρέμειναν πανομοιότυπα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μέσα στον ρου της ιστορίας έχουν υποστεί μετάλλαξη, όπου η σχετική παράδοση τους θέλει και ως στρατιώτες, αρματωμένους κλπ, που συγκεντρώνουν χρήματα για κοινωφελείς σκοπούς (π.χ. Ρουγκάτσια) και προστατεύουν τους πληθυσμούς, αλλά και ως ανταγωνιστές, οι οποίοι σκοτώνονται μεταξύ τους. Η μελέτη και η παρακολούθηση της τέλεσής τους μας ανοίγει κάποιες ρωγμές στο χωροχρόνο για να αντιληφθούμε το ‘λίκνο’ της γένεσης του αρχαίου δράματος και της τραγωδίας, αφού δεν είναι λίγες οι στιγμές, που υπάρχουν τα συστατικά της τραγωδίας, όπως το έλεος και ο φόβος που καθηλώνουν και κατακλύζουν τον θεατή. Έτσι, τα πράγματα δεν είναι πάντοτε ειδυλλιακά και ιδανικά, αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος της απώλειας του μέτρου και η έκθεση στην ύβρι (αρχ. ελλ.: βίαιη και αλαζονική συμπεριφορά). Αναφερόμαστε, βέβαια, στον ανταγωνισμό των μπουλουκιών των ρουγκατσάρηδων με αποτέλεσμα τη σύγκρουση για την καθυπόταξη και ταπείνωση του αντιπάλου μπουλουκιού. Οπότε, στο σημείο που ο Χάρος έχει στήσει το δικό του καρτέρι, τον λόγο έχουν πλέον τα φονικά ξίφη…
2. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ-ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ ΞΗΡΟΛΙΒΑΔΙΩΤΩΝ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ
ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ & ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ.
ΛΙΓΟΥΤΣΑΡΗΔΕΣ
Όπως είπαμε προηγουμένως, πρόκειται για μεταμφιέσεις αντρών μέσα στο Δωδεκαήμερο, ιδιαίτερα στην Πρωτοχρονιά, αλλά και παλιότερα στα Φώτα. Το συγκεκριμένο έθιμο στη Βέροια έχει ως εξής:
Μικρά παιδιά μέχρι την ηλικία των 12 περίπου, ντυμένα ‘Λιγουτσιάρηδες’, την πρώτη του χρόνου πριν ξημερώσει, έλεγαν τα κάλαντα στα σπίτια των συγγενών και φίλων τους. Τα κάλαντα, που έλεγαν, ήτανε στα ελληνικά ως εξής:
‘Λιγουτσιάρης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει, Φραγκίτσα πάει στη βρύση, με το γκιουρντάνι (η γκιουζντάνι) στου λιμό, με το σπαθί στη μέση, σα φέτο παλικάρια μου, σα φέτο και του χρόνου’.
Αυτό γίνονταν μέχρι και την 10ετία του 60’. Προσωπικά, ο γράφων, ως μικρό παιδί, ντύθηκα ‘Λιγουτσιάρης’ στην γνήσια ροή του εθίμου και όχι με αναβίωση.
Τα ξημερώματα, ο πιο ηλικιωμένος του σπιτιού (αφέντι μάρι) ή η πιο ηλικιωμένη (μάνα μάρεα) πήγαινε στη βρύση της αυλής του σπιτιού, την άλειφε με βούτυρο, κάνοντας τρεις φορές το σχήμα του σταυρού. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: Όπως τρέχει το νερό, έτσι άφθονα τα αγαθά να τρέχουν όλο το χρόνο στο σπίτι.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι όλοι στην οικογένεια ανυπομονούσαν ποιο άτομο (συνήθως παιδί) θα κάνει ‘ποδαρικό’ για τη νέα χρονιά. Έτσι, όταν πρωί-πρωί κτύπαγε η πόρτα, η νοικοκυρά έριχνε κάτω στο πάτωμα στραγάλια. Ο πρώτος, που θα έμπαινε, έπρεπε να βελάσει, να γονατίσει και να πάρει με το στόμα του τα στραγάλια. Μετά του έδιναν αλάτι που το έριχνε στο τζάκι κι, ενώ αυτό έσκαγε και ‘παρπάριζε’ η φωτιά, το παιδί εύχονταν φωναχτά και συμβολικά:
«σι τζουάκ. έζιι, ζμπ.νέτζ. νιέρλι, βιάστιλι σι τζινιράτς = Να χορέψουν τα κατσίκια, να ζήσουν τα αρνιά, οι νύφες και οι γαμπροί».
Στο τέλος η νοικοκυρά έδινε, ή έριχνε στο πάτωμα ξεραμένα σύκα, ξυλοκέρατα, καρύδια, στραγάλια, καραμέλες κ.ά. και τα παιδιά έτρεχαν συμβολικά, όπως τρέχουν τα πρόβατα και τα γίδια, να τα πάρουν με χαρά.
Μετά την εκκλησία και το μεσημεριανό φαγοπότι την Πρωτοχρονιάς, το απόγευμα έβγαιναν οι μεγαλύτεροι (14-25 χρονών) ντυμένοι ‘Λιγουτσιάρηδες’. Στα πόδια (μηρούς) τους φορούσανε ‘χολέβια’ (τσουάριτς) συνήθως μαύρα και στενά και γουρουνοτσάρουχα ή απλά παπούτσια στο κάτω μέρος των ποδιών. Στο σώμα τους φορούσαν μια φανέλα με κεντημένα τα μανίκια σε όλο το χέρι. Από πάνω φορούσαν την πουκαμίσα (κ.μάσια) και μετά έβαζαν το ταλαγάνι (αμάνικη κάπα), έτσι ώστε να φαίνεται η πουκαμίσα και στα πόδια και στα χέρια. Κατόπιν φορτώνονταν με πολλές σειρές μεγάλα κουδούνια και στο πρόσωπό τους είχαν αυτοσχέδιες μάσκες, για να φαίνονται αγριωποί (με άσπρες συνήθως τρίχες και ουρές από μαλλί γίδας). Επίσης, στα χέρια τους είχαν ξύλινα σπαθιά.
Ο αρχηγός των Λιγουτσάρηδων ήταν ξεσκέπαστος. Τα κεράσματα-χρήματα τοποθετούνταν από τον οικοδεσπότη επάνω στα γυμνά σπαθιά (πάλες) τους. Οι Λιγουτσάρηδες έλεγαν πολλά τραγούδια, ανάλογα με τα σπίτια που επισκέπτονταν (στους τσέλιγκες εύχονταν πολλά ζώα, στα παιδιά γράμματα, στους νέους να βρουν ταίρι κλπ).
Οι Λιγουτσάρηδες περιδιάβαιναν τα σοκάκια της Βέροιας και πήγαιναν στα σπίτια λέγοντας τα κάλαντα, χορεύοντας στους δρόμους και προκαλώντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια. Εάν συναντιούνταν δύο παρέες, γίνονταν μια υποτυπώδη μάχη και η υποτιθέμενη νικημένη παρέα, αναγκάζονταν να περάσει κάτω από τα σπαθιά των νικητών (συχνό φαινόμενο των μπουλουκιών με μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου, που ανέφερα προηγούμενα).
Γνωρίζοντας ότι στις μεταμφιέσεις αυτές συνήθως υπάρχει ένας θίασος με πολλά μασκαρεμένα διαφορετικά πρόσωπα-ηθοποιοί και με κάποια υποτυπώδη δραματική λειτουργία, αναρωτήθηκα γιατί αυτό δεν συμβαίνει στους Λιγουτσάρηδες της Βέροιας. Η απορία μου λύθηκε όταν διάβασα το βιβλίο των Άγγλων συγγραφέων Wace & Thompson(1914) με τίτλο ‘Οι Νομάδες των Βαλκανίων’, εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1989.
Οι εν λόγω συγγραφείς αναλύουν τα λαογραφικά στοιχεία της Σαμαρίνας και άλλων βλαχοχωριών και συγκεκριμένα για την επίσκεψή τους στη Βέροια γράφουν στη σελίδα 138 επί λέξη:
«…το έθιμο των Λιγουτσάρηδων στη Βέροια είναι πολύ περικομμένο και εμφανίζεται μόνο ένας ηθοποιός, ο ‘Αράπης…».
Μάλιστα στην περιγραφή, που κάνουν, του ίδιου εθίμου στη Σαμαρίνα εκείνο τον καιρό (αρχές 20ου αιώνα) το ονομάζουν ‘Λιγουτσάροι’. Κάνουν μια ανάλυση του εθίμου μέσα σε 4 σελίδες, όπου συνοπτικά εκθέτουν τα εξής:
«…Στο Δωδεκαήμερο δημιουργείται ένας θίασος με ηθοποιούς με σκοπό να διώξει τους καλικάντζαρους. Οι ομάδες αυτές έπαιζαν το ‘έργο’ τους σε όλα τα γειτονικά χωριά από την Πρωτοχρονιά μέχρι τα Θεοφάνεια. Εάν συναντιώνταν δυο τέτοιες ομάδες, υπήρχε συναγωνισμός για το ποια ομάδα ήταν καλύτερη, που μπορεί να έφτανε ακόμα και σε πραγματική αιματοχυσία. Οι βασικοί χαρακτήρες της κάθε ομάδας ήταν επτά: η νύφη, ο γαμπρός, η γριά, ο αράπης ή ο γέρος, ο γιατρός και δυο άντρες ντυμένοι με δέρματα, παριστάνοντας αρκούδες. Ο αράπης και οι δυο άντρες έφεραν επίσης κουδούνια. Όλοι ήταν άντρες!
Η υπόθεση του ’έργου’ είναι πολύ απλή: Ο αράπης ή ο γέρος ενοχλεί την νύφη με τα βλέμματά του. Ο γαμπρός επεμβαίνει, γίνεται καυγάς, που τελειώνει με το θάνατο του ενός από τους δυο. Γίνεται θρήνος από τη νύφη και τη γριά, έρχεται ο γιατρός, με την επέμβασή του ο πεθαμένος ξανάρχεται στη ζωή και το έργο τελειώνει με χορό όλων των ηθοποιών και το πέρασμα του καπέλου να πληρώσουν οι θεατές».
Επίσης, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το έθιμο ποικίλλει από μέρος σε μέρος και αναφέρει μέρη που τελείται όπως, Γρεβενά, Πήλιο, Κρανιά, Βωβούσα, Κλεισούρα, Ελασσόνα, Μογλενά κ.ά. Αυτά μας λένε οι Άγγλοι συγγραφείς!
Ακόμα στο βιβλίο του Χ. Έξαρχου, ‘Η Φούρκα της Ηπείρου’,Θεσ/νίκη 1987, σελίδα 359 αναφέρεται το έθιμο, συγκεκριμένα η λέξη ‘Λιγουτσάρους’ και γίνεται κι εκεί αναλυτική περιγραφή του θιάσου με περισσότερα μασκαρεμένα πρόσωπα-ηθοποιούς.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων, πριν έρθουν οι βλαχόφωνοι στο Βέρμιο (από τα βλαχοχώρια της Πίνδου) και πριν την καταστροφή του Βερμίου από τους Τουρκαλβανούς, το έθιμο υπήρχε και στα ντόπια ελληνόφωνα ορεινά χωριά, που ήταν πολυπληθή και οι μάχες ανάμεσα στους Λιγουτσιάρηδες ήτανε αληθινοί και σφοδροί με θύματα. Στην Καστανιά και στο Σέλι υπάρχουν ακόμα τοπωνύμια με την ονομασία ‘Σ’κομένοι’ (στους σκοτωμένους), σε ανάμνηση των αιματηρών αναμεταξύ των χωριών συγκρούσεων των Λιγουτσιάρηδων.
Παραλλαγή του εθίμου παρατηρείται και στα Πιέρια με το όνομα ‘Λαγκατζάρια’, όπου έχουμε περίπου την ίδια μεταμφίεση και πλοκή με αυτή της Σαμαρίνας που περιγράψαμε. Μάλιστα πρέπει να επισημάνω ότι τα κάλαντα που λένε τα Λαγκατζάρια των Πιερίων (Ριζώματα) ταιριάζουν απόλυτα στον μουσικό σκοπό (τραγούδι) με τα κάλαντα των Λιγουτσάρηδων της Βέροιας.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς κόβανε βασιλόπιτα φτιαγμένη με τυρί, η παρασκευή της οποίας αποτελούσε ολόκληρη τελετουργία. Μέσα σε αυτήν υπήρχε, βέβαια, το φλουρί (φλουρία) και διάφορα ξύλινα σύμβολα με μαγικό χαρακτήρα. Αυτά είχαν σχέση με τις ασχολίες της οικογένειας και μερικά ήταν κοινά σε όλες της οικογένειες. Για παράδειγμα, το ξύλο που συμβόλιζε το στύλο του σπιτιού (στούρλου ντι κάσα) έμπαινε σε όλα τα σπίτια. Επίσης, οι κτηνοτρόφοι έβαζαν τα μαντριά (μάντρα, κ.πρ.λέτζ), οι κιρατζήδες τη φούρκα (φουρτουτίρεα), με την οποία φόρτωναν τα ζώα τους.
Την πίτα πάντοτε έκοβε ο μεγαλύτερος της φαμίλιας σε ισάριθμα (με τα μέλη της) κομμάτια, αφού πρώτα έβγαζε μερίδα στη μέση για τον Άγιο Βασίλη (εκεί δεν έβαζαν το φλουρί). Μετά το γυρνούσε τρεις φορές και ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι, που του τύχαινε μπροστά του. Ήταν βέβαια φυσικό για ότι τύχαινε στον καθένα να γινότανε τα απαραίτητα σχόλια σχετικά με το μέλλον της νέας χρονιάς. Το απόγεμα ακολουθούσαν οι επισκέψεις στους Βασίληδες. Οι μικρότεροι πάντοτε επισκέπτονταν τους μεγαλύτερους από σεβασμό, έχοντας μαζί τους ένα πορτοκάλι.
ΦΩΤΑ
Ο κύκλος του Δωδεκαημέρου έκλεινε την παραμονή των Φώτων με γενική καθαριότητα, κυρίως στο τζάκι, για να φύγουν τα κακά πνεύματα, και να δεχτούν το αγιασμένο νερό. Οι νοικοκυρές κτυπούσαν τα κουδούνια για να φύγουν οι καλικάντζαροι (βλάχικα καρκάλαντζι). Βλάχα γυναίκα μου είπε επί λέξη: «Ασνάμ κλόπουτλι σφούγκ. καρκάλαντζι=κουνούσαμε τα κουδούνια για να φύγουν οι καλικάντζαροι». Εκείνη την ημέρα, στον αγιασμό των υδάτων, πολλά νεαρά βλαχόπουλα έκαναν διαγωνισμούς στο τρέξιμο τα ωραία τους άλογα, τα ‘μπινέκια’ στο ποτάμι.
Παλιότερα στη Βέροια έβγαιναν και Λιγουτσάρηδες την ημέρα των Φώτων, όπως και στην Πρωτοχρονιά. Είναι γεγονός ότι στο παρελθόν στα Φώτα γινόταν οι περισσότερες μεταμφιέσεις κατά την διάρκεια του Δωδεκαημέρου (σήμερα μεταμφιέσεις στα Φώτα γίνονται στην Καστοριά της Μακεδονίας).