Σάββατο, Νοέμβριος 23, 2024
Follow Us
Κυριακή, 27 Δεκεμβρίου 2020 09:33

Δήμητρα Κουβάτα: ''Καθαρό Οινόπνευμα'' Μανδραγόρας 2020 / ''Σκυλί Δεμένο '' Μανδραγόρας 2017

Του Ηλία Τσεχου
Τι παραπάνω έχει ο άνθρωπος; ... Και τα Ποιήματα! Έχει, αν έχει, μια πεντακάθαρη ψυχή στο δρόμο για τη στράτα, ρίχνοντας σπέρνοντας νανουρίσματα ανήσυχα στα μάτια, παραλλαγές στο ίδιο σώμα ενδυμασίες, δεν πρέπει να ΄ναι εκεί, δεν πρέπει να ΄ναι εδώ, ο κάμπος δεν θέλει ή θέλει το βουνό, η κόπωση γραφής σαν κόμμωση νυχιών κι αέρηδων η συμφωνία, αν εξαιρέσεις κεντητά τραπεζομάντηλα να κατεβαίνουν από το τραπέζι, οι χειροποίητες κουρτίνες γάμοι άκυροι, δούλοι έρωτες τάχα να δασκαλεύουν, πονώντας ή γελώντας η χαρά, καθώς στη λύπη, ως την ολόγιομη μα άγουρή μας νιότη... Και βέβαια τι δεν θα έδινε ο αναγνώστης ο γραφιάς να μας ξαναθερίσει μυλωνάς... Δήμητρα Κουβάτα ωραία ποίηση των ποιημάτων προηγείται, όσο σκηνοθετείς, ηθοποιία αγαπάς, που αγαπιέσαι... Έχε θανατερό νερό για τα αθάνατα, τ΄ αυριανά για χθεσινά και χαίρε!
Από τη συλλογή ''Καθαρό Οινόπνευμα'' Μανδραγόρας 2020
Με δεδομένη τη διαδρομή
Τόσες παλιές ευχές.
Τόσες βαριές κατάρες.
Το κάρο κολλημένο.
Ίδια η λάσπη.
Τι παραπάνω απ’ τους καημούς
να μας πουν πια
τα ποιήματα;
***
Μέδομαι λένε αλλιώς το σκέφτομαι
Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ΄ αγόρασε
όταν απ΄ την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει
Ερχόμουν κι ήθελα μονάχα
τα πόδια να του πλένω, να του γεννώ παιδιά
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη
Πάχυνα λίγο, το βραχιόλι με πονά
το μπράτσο σημαδεύει
Του γέννησα δύο παιδιά κι έκτοτε
ρίχνω στη νήτρα μου δύο σταξιές λεμόνι
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου
Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι
Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου
και σκέφτομαι στης Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι μου
Σαν να ΄μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου
μ΄ έσυρε σαν δαμάλα, σα να ΄μουν σκλάβα του
με μάρκαρε
Και μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι από τη μία
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη
Δεν βγάζουνε σωστό λογαριασμό
Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια
Και δεν ευθύνομαι εγώ, γι΄ αυτό που θα προκύψει
***
Ζεστοί στο ίδιο γάλα
Σε κάθε μας νεκρόδειπνο
το ρούχο τους λερώνουν που τους θάψαμε
από του τοίχου τους ασβέστες.
Στα νύχια η μάνα έτοιμη.
Σώπα, της λέει ο γέροντας, να δούμε τι θα πούνε.
(Σαν τι να λέγαμε ερήμην τους;)
Καλιγωμένοι
στο διάσελο του χρόνου πορευόμαστε.
Ν’ αντιλαλούν τα πέταλα, καρφώνοντας
την πέτρα.
Μπροστά εσύ, πίσω εγώ,
κομβόι φορτωμένο.
Κι η μάνα − νερό λίγο κρασί να φέρω, λιγνό
πάντα πουλί, πετώντας στο κατόπι
***
Βραχνό πουλί
Αν εξαιρέσεις τα κεντητά τραπεζομάντηλα
και τ’ αρραβώνα όσα χρυσαφικά
τίποτε άλλο,
μάνα,
δεν σου αξιώθηκα.
Τις μάνες ο κόσμος αποχαιρετά
με κοπετούς και βόγγους.
Με τα σανδάλια τα εξώφτερνα εγώ,
μάνα,
βουβή
σε κήδεψα.
Βραχνό πουλί, πάντα σε λάθος τόνο.
Όπως τα έλεγες
μάνα μου,
αποδείχτηκα.
Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη.
Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα
***
Α π ό τη σ υ λ λ ο γ ή ''Σκυλί δεμένο'' Μανδραγόρας 2017
Commeil faut
Τη μασχάλη σου
δε θα την πω στιλπνή,
σαν την ανάστροφη πλευρά ενός κοχυλιού.
Αυτά είναι για τους πουριτανούς.
Θα την πω βαθιά,
σαν μια φραντζόλα ζεστό ψωμί
που παραμάσχαλα την πηγαίνω στη μάνα μου
και καθ’ οδόν την έχω σκάψει με τα χέρια μου
καταβροχθίζοντας όλη την ψίχα
***
Αλυσόδεση
Τώρα που γκρεμίστηκες,
μακριά από τη σκιά
μακριά από τον έρωτα
σε γδέρνω και σε ποδοπατώ.
Εκεί,
κάτω απ’ το δέντρο
που με ήθελες
δεμένο σκυλί
έγινα ζώο άγριο και παμφάγο
***
Διανυκτερεύον
Σε ψηλόλαιμα μπουκάλια κλειστές
φωλιάζουν
οι επιθυμίες μου
σκεπασμένες με ζάχαρη.
Στη ζύμωση του ήλιου
εκτίθενται
στο περβάζι μου
χρόνια τώρα.
Γι’ αυτές
πρέπει να γίνω πουλί
και αψήφιστα να στριμώξω στο στόμιο
το πελαργίσιο ράμφος μου.
Πρέπει να τις περάσω γυμνές από τη στενωπό
των αναγκών
και της καθημερινής λάτρας.
Έτσι μετά από τόσο κόπο
εγώ θα πετώ
με μια παλλόμενη επιθυμία
δεμένη σφιχτά στο ράμφος μου.
Με ένα φτερό κουτσό
και με ένα μάτι καρφωμένο στην πλάτη.
Γιατί
καθώς εγώ θα ίπταμαι,
θα με κυνηγά,
όσο και αν απομακρύνομαι,
η αγωνία του δραπέτη
του καταδικασμένου
να κοιτάζει ισόβια πίσω.
Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω,
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση
***
Στη Σταύρωση
Οι ώριμες γυναίκες
όταν εκκλησιάζονται
κάνοντας το σημείο του σταυρού
αγγίζουν τις πάσχουσες περιοχές.
Την άνοιξη
τις νιώθουν να φλεγμαίνουν.
Αιώνες τώρα
τα συμπτώματα επιμένουν στα ίδια σημεία.
H μάνα μου
H μάνα μου
είναι ένα σπασμένο λαγήνι που στάζει
και λιγοστεύει διαρκώς.
Η μάνα μου ολοένα
μαδάει ένα ερωτηματικό.
Αναρωτιέται για τους λεμονανθούς.
Του γάμου μου ή του γάμου της;
Μπερδεύεται με το κουτάλι.
Να με ταΐσει ή να φάει;
Στις τσέπες της βρίσκω συχνά
μαντήλια αποχαιρετισμού.
Η μάνα μου
είναι ένα πληγωμένο ωδικό πουλί.
Κοιτάζει ώρες έξω από το παράθυρο.
Μιλά και πέφτουνε στο πάτωμα
ρινίσματα, ξέφτια και ροκανίδια.
Σκύβω και τα μαζεύω.
Άλλα τα βάζω στο συρτάρι μου
και άλλα κάτω απ’ το μαξιλάρι
μαζί με τα αναθήματα και όλα τα τιμαλφή
που έχω φυλαγμένα.
Τα φωτεινά απογεύματα
μ’ ένα καλειδοσκόπιο ονοματίζουμε τα χρώματα
ξανά, μαζί, από την αρχή.
Αυτό, μάνα, είναι το κόκκινο, το πράσινο,
Αυτό της αγκαλιάς, αυτό του χωρισμού
Αυτό της ξενιτιάς.
Άστο, μάνα, αυτό, αυτό είναι της λήθης.
Θέλω
να είναι πάντα εκεί
η μάνα μου
ένα λεπτόφλουδο, μα υπέρχειλο