Το σπίτι αυτό ήταν μιας χήρας κι επειδή φοβόταν το κουτσομπολιό του χωριού, τους έβαλε να κοιμηθούν στην αποθήκη που ήταν λίγο πιο πέρα.
Την επόμενη μέρα ευχαρίστησαν την γυναίκα και γύρισαν πίσω στα σπίτια τους.
Ο Μένιος έπαθε πλάκα με αυτά που του είπε, κάλεσε αμέσως τον φίλο του τον Χάρη και του είπε:
«Έλα ρε Χάρη, θυμάσαι την γυναίκα που μας φιλοξένησε στο βουνό;»
«Ναι εννοείται, γιατί ρωτάς;»
«Έγινε κάτι μεταξύ σας όσο κοιμόμουν στην αποθήκη;»
«Ναι, η αλήθεια είναι ότι με προκάλεσε και δεν μπόρεσα να αντισταθώ.»
«Και μήπως συστήθηκες με το δικό μου όνομα, για να μην γίνει καμιά στραβή και το μάθει η γυναίκα σου;»
«Ναι, χίλια συγγνώμη, πιστεύω να μην σε ενόχλησε….»
«Όχι, βέβαια! Η χήρα πέθανε και μου άφησε μια τεράστια κληρονομιά!»