- Καθόμουνα σε μια καρέκλα, στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο σπίτι μου, ήταν ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, έκανε ωραίο καιρό. Ένας νεαρός ήρθε και κάθισε δίπλα μου…
- Τον γνωρίζατε;
- Όχι, αλλά μου φάνηκε συμπαθητικός.
- Μετά, τι έγινε;
- Άρχισε να μου χαϊδεύει το μπούτι.
- Και εσείς τον σταματήσατε;
- Όχι, κύριε δικαστά.
- Γιατί, όχι;
- Ε, να, ήταν ευχάριστο. Από τότε που πέθανε ο μακαρίτης ο άντρας μου, εδώ και τριάντα χρόνια, κανένας δεν μου είχε κάνει τέτοια χειρονομία.
- Μετά;
- Μετά άρχισε να μου χαϊδεύει το στήθος.
- Τού ζητήσατε να σταματήσει;
- Όχι.
- Γιατί, όχι;
- Να, κύριε δικαστά, αυτά τα ερεθιστικά χάδια σαν να μου έδωσαν νέα ζωή, χρόνια είχα να νοιώσω έτσι.
- Μετά;
- Νοιώθοντας λοιπόν πολύ σέξι, άνοιξα τα γέρικα μπούτια μου και του είπα: Νεαρέ, πάρε με, κάνε με δική σου!
- Και αυτός τι έκανε, σας έκανε δική του;
- Κάθε άλλο! άρχισε να φωνάζει Πρωταπριλιά! Πρωταπριλιά! χαχανίζοντας και τότε πήγα μέσα, πήρα το περίστροφο του άντρα μου και το καθάρισα το καθίκι!