Έπλενε τα ρούχα του και τα τακτοποιούσε κι όταν τα έβαζε ο άντρας της, της έλεγε:
«Ωραία μυρίζουν και είναι και καλά σιδερωμένα αλλά όχι σαν της μάνας μου!»
«Είσαι πολύ νοικοκυρά, αλλά όχι σαν τη μάνα μου!»
Νευριάζει η γυναίκα του μια μέρα και μπαίνει σε ένα κατάστημα για να αγοράσει σeξι εσώρουχα.
Παίρνει λοιπόν ένα μαύρο σeξι σετ με δαντέλα ελπίζοντας πως με την παθιασμένη ατμόσμφαιρα που θα δημιουργούσε, θα ξεχνούσε ο άντρας της για λίγο τη μάνα του.
Γυρίζει στο σπίτι ο μαμάκιας, βλέπει κλειστά τα φώτα, την γυναίκα του με μαύρα εσώρουχα και σοκαρισμένος την ρωτάει:
«Γιατί έβαλες μαύρα»; Συνέβη κάτι στη μανούλα μου;»