Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει και του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
- Να δω πώς είναι, απαντάει εκείνος.
- Ούτε να το σκέφτεστε! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα ακαθαρσίες! Φρίκη! Φρίκη!
Όπου φύγει-φύγει ο ρωμιός… Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλελειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.«Ελληνική ανοργανωσιά….» μουρμουρίζει… Όσο πλησιάζει, ακούει μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει και του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.
- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.
Και τι να δει... Τραπέζια, κάπνα, γυναίκες να χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια. Γενικώς, μπάχαλο. Τρελαίνεται ο τύπος και ρωτάει τί γίνεται εδώ.
- Άσε φίλε, χάλια Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια και βράζουμε, του απαντάει ο μεθυσμένος.
- Πλάκα μου κάνεις ρε φίλε; Εδώ πίνετε και γλεντάτε!
- Εεε, ξέρεις τώρα πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Τη μία δεν ανάβουν τα βαρέλια, την άλλη χαλάνε τα
μαστίγια… Καταλαβαίνεις...