Ο δεύτερος, κακομοίρης, κρατώντας στα χέρια ένα πακέτο κάλτσες που προσπαθούσε να πουλήσει, λέει στον φίλο του:
- Βλέπω καλοπερνάς! Τί δουλεία κάνεις και τα οικονομάς;
- Ζητιανεύω στο δρόμο.
- Και βγάζεις τόσα πολλά;
- Ναι σου λέω, δοκίμασε το και εσύ και θα δει.
- Μετά από κάνα δυο μέρες ο ταλαίπωρος, ξαναβλέπει τον πλούσιο φίλο του.
- Με κορόιδεψες, δύο μέρες ζητιανεύω στο δρόμο και μάζεψα μόνο 1 ευρώ και ας είχα γράψει στην επιγραφή που κρατούσα ότι η γυναίκα μου είναι άρρωστη και ότι τα τρία μου παιδιά πεινάνε.
- Κοίτα εγώ τι μάζεψα μέσα σε δύο μέρες;
Και του ανοίγει μια τσάντα γεμάτη δεκάευρα.
- Δεν είναι δυνατόν, τι έγραφες στην επιγραφή;
- Μου λείπουν μόνο 10 ευρώ για να επιστρέψω στην πατρίδα μου.