Η ονυχομυκητίαση είναι μια λοίμωξη των νυχιών που προκαλείται από μύκητες και προκαλεί δυσχρωμία, ονυχόλυση και πάχυνση τους. Μπορεί να προσβληθεί οποιοδήποτε σημείο του νυχιού, συμπεριλαμβανομένης της πλάκας, της μήτρας και της κοίτης του.
«Η εργαστηριακή επιβεβαίωση του είδους του μύκητα που έχει προσβάλλει το νύχι πριν από την έναρξη αγωγής είναι απαραίτητη για την αποφυγή λανθασμένης διάγνωσης και θεραπείας, η οποία μπορεί να εκθέσει τον ασθενή σε κινδύνους από τις παρενέργειες των φαρμάκων και πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ φαρμάκων και να οδηγήσει τελικά σε αποτυχία της θεραπείας του νυχιού. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί νέες διαγνωστικές τεχνικές, καθώς και νέες θεραπείες της πάθησης», μας εξηγεί ηΒιοπαθολόγος – Μικροβιολόγος Ελένη Μπαλαμπάνη.
Η ονυχομυκητίαση μπορεί να προκληθεί από δερματόφυτα, μη δερματοφυτικούς μύκητες και ζυμομύκητες. Περίπου το 90% των μολύνσεων των νυχιών των ποδιών και το 75% των νυχιών των χεριών προκαλούνται από δερματόφυτα, κυρίως από Trichophytonrubrumκαι Trichophyton mentagrophytes.
Οι μη δερματόφυτοι μύκητες αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% των περιπτώσεων ονυχομυκητίασης παγκοσμίως, με συχνότερα τα είδη Scopulariopsis, Fusarium και Acremonium.
Η ονυχομυκητίαση που προκαλείται από ζυμομύκητες είναι σπάνια. Η candida albicans αφορά περίπου στο 70% των περιπτώσεων που οφείλονται σε ζυμομύκητες. Άλλαείδηείναιηcandida tropicalis καιηcandida parapsilosis. Επιρρεπείς σε αυτούς είναι οι ασθενείς με χρόνια καντιντίαση και ανοσοανεπάρκεια και μπορεί να εμφανιστεί στα νύχια των χεριών.
Γενικά, οι μύκητες φέρονται να προκαλούν το 23% των παθήσεων των ποδιών και το 50% των παθήσεων των νυχιών σε άτομα που εξετάζονται από δερματολόγους, αλλά είναι λιγότερο συχνές στο γενικό πληθυσμό, προσβάλλοντας το 3% έως 5% των ατόμων. Ο επιπολασμός ποικίλλει, γεγονός που μπορεί να οφείλεται σε διαφορές στις τεχνικές ελέγχου. Η πάθηση είναι πολύ πιο συχνή στους ενήλικες από ό,τι στα παιδιά και οι πιθανότητες μόλυνσης αυξάνονται με τη γήρανση. Στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των παιδιών στη Βόρεια Αμερική που προσβάλλονται είναι περίπου 0,4%, ενώ των ηλικιωμένων άνω των 65 μπορεί να φτάσει το 35%.
Εκτός από την ηλικία, μεγαλύτερη πιθανότητα να προσβληθούν από κάποιον μύκητα έχουν όσοι υποφέρουν από μυκητιασική λοίμωξη σε άλλο σημείο του σώματος, -ιδίως ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών-, τα άτομα με χρόνια παρωνυχία, προηγούμενη ονυχομυκητίαση και χρήση στενών παπουτσιών που δεν αναπνέουν. Η υπεριδρωσία, ο τραυματισμός των νυχιών, η κακή περιποίησή τους, είναι επίσης παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη μυκήτων στα νύχια.
Επιρρεπείς είναι επίσης όσοι κάνουν χρήση δημόσιων πισινών, κοινόχρηστων μπάνιων και εκείνοι που συμβιώνουν με άτομα που έχουν την πάθηση. Οι πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκία, σύνδρομο Down, ψωρίαση, περιφερική αγγειακή νόσο, φλεβική ανεπάρκεια και σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας είναι πιθανότερο να προσβληθούν, όπως και οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση κάποιου οργάνου.
Η ονυχομυκητίαση αποκτάται μέσω της άμεσης επαφής του νυχιού με τους μύκητες. Αυτοί παράγουν ένζυμα που έχουν πρωτεολυτικές, κερατινολυτικές και λιπολυτικές ιδιότητες, καθιστώντας εύκολη την αποικοδόμηση της κερατίνης στην πλάκα του νυχιού προκειμένου να εισβάλλουν στο νύχι.
Συνήθως, η ονυχομυκητίαση προκαλεί λευκό ή κιτρινοκαφέ αποχρωματισμό του νυχιού και σπανιότερα πράσινο ή μαύρο. Μπορεί να προκληθεί υπονύχια υπερκεράτωση, αποκόλληση του νυχιού από τη βάση του νυχιού (ονυχόλυση) και πάχυνση της πλάκας του νυχιού.
Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να μολύνει και άλλα νύχια. Η σοβαρή ονυχομυκητίαση μπορεί προκαλέσει ενόχληση, πόνο, παραμόρφωση του προσβεβλημένου νυχιού, να επηρεάσει το περπάτημα και τις καθημερινές δραστηριότητες. Επίσης είναι πιθανό να δυσκολέψει τους ασθενείς να φορούν παπούτσια. Η παραμόρφωση και η δυστροφία του νυχιού μπορεί να προκαλέσει τραύμα στους παρακείμενους ιστούς και να οδηγήσει σε δευτερογενή βακτηριακή λοίμωξη. Οι ανοσοκατεσταλμένοι και οι διαβητικοί είναι εκείνοι που κινδυνεύουν από σοβαρές επιπλοκές.
Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν τη λήψη αντιμυκητιασικής θεραπείας από το στόμα, την τοπική αντιμυκητιασική θεραπεία, τη θεραπεία με λέιζερ, τη φωτοδυναμική θεραπεία και τη χειρουργική αφαίρεση, όταν το νύχι είναι χρόνια μολυσμένο ή πολύ παχύ.
«Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο ασθενής θα λάβει την ενδεδειγμένη φαρμακευτική θεραπεία θα πρέπει προηγουμένως να διενεργηθούν εργαστηριακές εξετάσεις. Η διάγνωση μπορεί να τεθεί με άμεση μικροσκοπική εξέταση ξεσμάτων προσβεβλημένου νυχιού και καλλιέργεια για μύκητες και μικρόβια. Ανάλογα με την κλινική εικόνα, μπορεί να απαιτείται λήψη τμήματος του νυχιού, ξύσματος από την πλάκα και την κοίτη των νυχιών ή υπονύχιο ξύσμα, διαδικασία απλή, γρήγορη και απολύτως ανώδυνη.
Οι καλλιέργειες μυκήτων είναι εξειδικευμένες εξετάσεις και χρειάζονται 4 εβδομάδες για τα αποτελέσματα. Είναι χρήσιμες ωστόσο για τον προσδιορισμό του είδους του μύκητα και για τη βιωσιμότητά του.
Επίσης, η διεξαγωγή τεστ αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια το δερματόφυτο που ευθύνεται για την ονυχομυκητίαση. Είναι πολύ ευαίσθητη εξέταση και γι’ αυτό τα αποτελέσματα είναι ακριβέστερα και διαθέσιμα σε μερικές ημέρες», επισημαίνει η μικροβιολόγος Ε. Μπαλαμπάνη και καταλήγει:
«Μόνο με αυτές τις εξετάσεις είμαστε σίγουροι για το είδος του μύκητα που έχει προσβάλει τα νύχια και ποιο φάρμακο είναι αυτό που τον σκοτώνει. Παρότι είναι γνωστή η συμβολή τους, πολλοί γιατροί εξακολουθούν να συστήνουν θεραπεία της ονυχομυκητίασης βάσει της εμπειρίας τους, ταλαιπωρώντας έτσι τους ασθενείς με πολύμηνες αναποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες».