Πολλές γυναίκες μετά τη μαστεκτομή υποβάλλονται σε ορμονική θεραπεία, η οποία συνήθως διαρκεί αρκετά χρόνια. Στόχος της είναι να μηδενισθεί η παραγωγή οιστρογόνων, ώστε να μειωθούν οι υποτροπές της νόσου και να αυξηθεί το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών.
Όπως εξηγούν ειδικοί από την Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, η ορμονική θεραπεία στερεί παντελώς τις γυναίκες από την ευεργετική δράση των οιστρογόνων, τα οποία παράγονται κυρίως από τις ωοθήκες αλλά και από άλλους ενδοκρινείς αδένες ή ιστούς. Αυτό μπορεί μεν να είναι σωτήριο όσον αφορά την αντιμετώπιση του καρκίνου, αλλά έχει ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ειδικά στις γυναίκες στις οποίες παρουσιάζεται καρκίνος του μαστού ενώ έχουν ακόμα έμμηνο ρύση, η ορμονική θεραπεία με τη χρήση ειδικών φαρμάκων (των GnRHαναλόγων) διακόπτει απότομα την παραγωγή ορμονών από τις ωοθήκες. Αυτό οδηγεί σε ωοθηκική ανεπάρκεια, υπογοναδισμό και πρώιμη εμμηνόπαυση με όλα τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν όπως εξάψεις, νυχτερινές εφιδρώσεις, διαταραχές ύπνου, κατάθλιψη και αύξηση του σωματικού βάρους.
Είναι προφανές ότι η στέρηση των οιστρογόνων μπορεί να επηρεάσει την καθημερινότητα των ασθενών και να δυσκολέψει τη ζωή τους. Δυστυχώς οι ανεπιθύμητες ενέργειες της ορμονοθεραπείας δεν γίνονται ανεκτές από κάποιες ασθενείς και αυτό μπορεί να οδηγήσει στη μη συμμόρφωση στη θεραπεία ή και σπανιότερα στη διακοπή της.
Εκτός από τα παραπάνω, η στέρηση των οιστρογόνων έχει ως αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια οστικής μάζας. Η σοβαρότητα της μείωσης της οστικής μάζας γίνεται εύκολα αντιληπτή αν κάποιος αναλογισθεί ότι φυσιολογικά οι γυναίκες αμέσως μετά την εμμηνόπαυση χάνουν περίπου το 2% της οστικής μάζας τους και αργότερα μόνο 1% ετησίως. Ωστόσο, η οστική απώλεια που παρατηρείται με την ορμονοθεραπεία για τον καρκίνο του μαστού αγγίζει μέχρι και το 7% της οστικής μάζας.
Η μαζική αυτή απώλεια οδηγεί σύντομα σε οστεοπόρωση και κάνει τα οστά εύθραυστα, με συνέπεια επιπλοκές όπως τα κατάγματα των οστών. Τα κατάγματα εντοπίζονται συνήθως στον αυχένα του μηριαίου, στην κερκίδα και στους σπονδύλους και συνήθως προκαλούνται με ελάχιστο τραυματισμό. Συνοδεύονται από πόνο, απώλεια της κινητικότητας και της ανεξαρτησίας των ατόμων που πάσχουν, γίνονται αιτία παρατεταμένης νοσηλείας και επομένως μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, ταλαιπωρούν τις πάσχουσες αλλά και τους οικείους τους και τέλος αυξάνουν τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητά τους.
Επιπλέον με την ορμονική θεραπεία και την πρώιμη εμμηνόπαυση που την ακολουθεί, παρατηρείται αύξηση της ολικής χοληστερόλης και της LDL, αύξηση βάρους καθώς και αλλαγές στην κατανομή του λίπους στο σώμα, που μπορεί να οδηγήσουν σε αντίσταση στην ινσουλίνη.
Διάφορες επιστημονικές εταιρείες έχουν συντάξει κατευθυντήριες οδηγίες που διευκολύνουν στην εντόπιση γυναικών με καρκίνο του μαστού και υψηλό κίνδυνο για οστική νόσο και προτείνουν την συστηματική παρακολούθηση και θεραπεία τους. Σε όλες τις ασθενείς συνιστάται χορήγηση περισσότερων από 800 μονάδων βιταμίνης Dημερησίως και καθημερινή λήψη πάνω από 1.000 mgασβεστίου. Η αλλαγή του τρόπου ζωής με καθημερινή άσκηση, η προσπάθεια μείωσης του σωματικού βάρους με ανάλογη διαιτητική αγωγή, η διακοπή καπνίσματος και η αύξηση της λήψης των γαλακτοκομικών, θεωρούνται απολύτως απαραίτητα. Σε αρκετές περιπτώσεις τα παραπάνω μέτρα συνοδεύονται από ειδική αντιοστεοπορωτική φαρμακευτική αγωγή (όπως διφωσφονικά και δενοσουμάμπη).
Είναι απαραίτητο οι θεράποντες ιατροί να συζητούν με τις ασθενείς τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της ορμονικής θεραπείας για τον καρκίνο του μαστού, πριν από την έναρξή της. Το κλειδί για τη μείωση των ενδοκρινικών ανεπιθύμητων ενεργειών της ορμονοθεραπείας βρίσκεται στη γνώση του προβλήματος και στην πρώιμη αναγνώριση των επιπλοκών, που επιτρέπουν την έγκαιρη έναρξη θεραπείας. Δυστυχώς οι ενδοκρινολόγοι βλέπουν σε προχωρημένα στάδια, όταν ήδη έχουν εμφανιστεί κατάγματα, τις ασθενείς στις οποίες εγκαταστάθηκε οστεοπόρωση μετά από ορμονική θεραπεία για τον καρκίνο του μαστού. Όμως τα καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα επιτυγχάνονται στα πρώιμα στάδια της οστεοπόρωσης.
Η πρόκληση είναι να κατανοήσει και να εκτιμήσει κανείς τις ανεπιθύμητες ενέργειες της ορμονικής θεραπείας για τον καρκίνο του μαστού, να τις συμπεριλάβει στην παρακολούθηση των ασθενών ως αναπόσπαστο έλεγχο και να ζητείται η γνώμη των ειδικών ενδοκρινολόγων εγκαίρως, ώστε να αντιμετωπίζονται οι ασθενείς πριν από την εμφάνιση επιπλοκών.