Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο Μάιος ήταν πάντα ένας δύσκολος και πιεστικός μήνας για τους εφήβους, ενόψει των εξετάσεων. Φέτος, όμως, η κατάσταση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Παρότι δεν υπήρχαν εξετάσεις, η επιστροφή στα σχολεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
«Η πρόσφατη εμπειρία μας δείχνει ότι η πλειονότητα των εφήβων δεν ήθελαν να επιστρέψουν στο σχολείο. Είχαν βολευτεί σε μία αδράνεια και μία απάθεια και δυσκολεύτηκαν πολύ να κινητοποιηθούν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα περιστατικά απόπειρας αυτοκτονίας που αντιμετωπίζουμε το τελευταίο εξάμηνο έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Είναι μεγάλο το ποσοστό και όλα τα παιδιά είναι κυρίως ηλικίας 12-15 ετών», αναφέρει ηΠαιδοψυχίατρος - Οικογενειακή Σύμβουλος, Επιστημονική Συνεργάτις Παίδων ΜΗΤΕΡΑ, Φρίντα Κωνσταντοπούλου.
Συναισθηματική έκρηξη
Ο αυτοκτονικός ιδεασμός είναι ένα περίπλοκο σύμπτωμα, που περιλαμβάνει διάφορους παράγοντες κινδύνου, βιολογικούς και περιβαλλοντικούς.
Δεν πρόκειται για ένα ξαφνικό γεγονός, αλλά για ένα συσσωρευμένο συναισθηματικό φορτίο, το οποίο επιβαρύνθηκε από την πανδημία και την καραντίνα και προκάλεσε αυτή τη συναισθηματική έκρηξη.
«Τα παιδιά δυσκολεύονται πάρα πολύ με όλα αυτά που έχουν να αντιμετωπίσουν, ειδικά στην εφηβική ηλικία. Αυτό δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Όμως, τώρα, εκεί που είχαν βολευτεί και αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις τους, καλούνται πάλι να αντιμετωπίσουν όλα όσα τους βαραίνουν», υπογραμμίζει η κ. Κωνσταντοπούλου.
Όπως η ίδια εξηγεί, το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες και ήταν ιδιαίτερα έντονο στα παιδιά του γυμνασίου.
«Τα παιδιά του λυκείου ήταν πιο κινητοποιημένα, λόγω των εξετάσεων, καθώς υπήρχε ένας στόχος. Οι μαθητές του γυμνασίου δεν έχουν κανέναν στόχο μπροστά τους, παρά μόνο τις δυσκολίες. Τα παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού δεν αντιμετώπισαν πρόβλημα. Το πρόβλημα ξεκινάει από εκεί που ξεκινούν οι δυσκολίες, δηλαδή από την Πέμπτη δημοτικού και μετέπειτα», σημειώνει.
Την ίδια στιγμή, τα παιδιά που αντιμετώπιζαν ήδη δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση και έκαναν θεραπεία, με την καραντίνα έχουν κάνει ένα μεγάλο «πισωγύρισμα».
«Για ορισμένα παιδιά έχουν ακυρωθεί χρόνια θεραπείας. Είναι εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει και αφορά στην πλειονότητα των παιδιών. Βέβαια έχουν ήδη κατακτήσει κάποια πράγματα και θα τα επανακτήσουν συντομότερα. Ωστόσο ήταν εμφανέστατο», αναφέρει η ειδικός.
Ο στόχος
Ορισμένοι από τους εφήβους που αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν ήθελαν όντως να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Άλλοι, όμως, έκαναν μία απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακουφιστούν από το συναισθηματικό φορτίο.
Για τον ίδιο λόγο ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών κατέφυγε στον αυτοτραυματισμό.
«Αρνητικά συναισθήματα που συσσωρεύονται, όπως ο φόβος, ο θυμός, η ανασφάλεια, η πίεση και δεν λεκτικοποιούνται, εκτονώνονται μέσα από τέτοιες συμπεριφορές. Είναι μία συναισθηματική εκφόρτιση, μία ανακούφιση. Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό μπορεί να έχει και τιμωρητικό χαρακτήρα. Δηλαδή, το παιδί να νιώθει ενοχές και να αυτοτιμωρείται. Όλο αυτό, το οποίο βεβαίως συνέβαινε και πριν την πανδημία, το βλέπουμε πλέον να γίνεται πιο έντονο. Είναι πολύ αυξημένα τα περιστατικά», σημειώνει η κ. Κωνσταντοπούλου και προσθέτει:
«Πολλές φορές τα παιδιά το κάνουν πολύ επιδεικτικά. Δηλαδή οι τραυματισμοί γίνονται σε εμφανή σημεία και παρόλα αυτά οι γονείς δεν το έχουν αντιληφθεί. Έτσι, οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ενδέχεται να είναι και μία απεγνωσμένη κίνηση για να προκαλέσουν την προσοχή των γονέων. Δείχνει όμως και την απουσία των γονέων, οι οποίοι είναι χαμένοι στα δικά τους προβλήματα, ορισμένα εκ των οποίων βγήκαν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της καραντίνας».
Διέξοδος οι εξαρτήσεις
Παράλληλα, αύξηση παρουσιάζουν οι εξαρτητικές συμπεριφορές, με χρήση ουσιών αλλά και κατάχρηση του διαδικτύου, οι οποίες αποτελούν διέξοδο, πλην όμως προσωρινή.
«Η χρήση ουσιών, ιδιαίτερα της κάνναβης, είναι κάτι που το βλέπουμε πλέον πάρα πολύ συχνά. Επίσης πάρα πολύ έχει αυξηθεί και η χρήση του διαδικτύου. Παιδιά που δεν βγαίνουν πια και καταφεύγουν στην εύκολη λύση να επικοινωνούν διαδικτυακά, να σερφάρουν, να παίζουν παιχνίδια. Όσο οι γονείς χάνονται στα δικά τους, τα παιδιά χάνονται στο διαδίκτυο, που το βλέπουν ως μία διέξοδο.
Όλες αυτές οι διέξοδοι -οι αυτοτραυματισμοί, οι ουσίες, το διαδίκτυο- είναι πρόσκαιρες ανακουφίσεις. Συχνά, όμως, παγιώνονται και τα παιδιά σταθεροποιούνται σε μία δύσκολη κατάσταση, χωρίς να δουλεύουν τα προβλήματά τους, έτσι ώστε να τα ξεπεράσουν», τονίζει η κ. Κωνσταντοπούλου.
Ο ρόλος των socialmedia
Πέρα από τα παιδιά με αναπτυξιακές δυσκολίες, που δυσκολεύονται στο κοινωνικό κομμάτι, η ένταξη και αποδοχή τους από το κοινωνικό περιβάλλον είναι δύσκολη πλέον για όλα τα παιδιά. Με τα socialmedia, τα οποία «υπαγορεύουν» το πώς πρέπει να είναι, πώς πρέπει να κινούνται, πώς πρέπει να ντύνονται, υπάρχει μία σημαντική επίδραση, ιδιαίτερα στις εφηβικές ηλικίες.
«Ανέκαθεν οι έφηβοι έπρεπε να μπουν σε καλούπια για να γίνουν αποδεκτοί. Αυτή τη στιγμή, όμως, με τη χρήση των κοινωνικών δικτύων είναι πολλαπλά τα ερεθίσματα. Αλλάζουν καθημερινά, με μεγάλες ταχύτητες και τα παιδιά πρέπει να ακολουθούν. Οι εξελίξεις είναι έντονες και γρήγορες. Και τους προκαλεί πίεση, ένταση και αγωνία το γεγονός ότι πρέπει να τις προλάβουν. Τα τελευταία δύο χρόνια και ειδικότερα τον τελευταίο χρόνο όλο αυτό είναι πολύ έντονο και πιέζει πολύ τα παιδιά», υπογραμμίζει η ειδικός.
Η πίεση των γονέων
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι φυσικά ο ρόλος των γονέων, οι οποίοι ασκούν και αυτοί από την πλευρά τους πίεση στα παιδιά, ενώ παράλληλα είναι χαμένοι σε έναν τρόπο ζωής πάρα πολύ δύσκολο.
Ενώ στην πρώτη καραντίνα τα παιδιά δυσκολεύτηκαν επειδή έμεναν πολλές ώρες με τους γονείς τους, στη συνέχεια, ο καθένας αποστασιοποιήθηκε και απομονώθηκε στο δικό του κόσμο.
«Η δυσκολία είναι μεγαλύτερη στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι μία πάρα πολύ δύσκολη πόλη αυτή τη στιγμή για να ζει κανείς και ιδιαίτερα για τους εφήβους. Γιατί οι ρυθμοί της ζωής είναι πάρα πολύ έντονοι. Οι γονείς δουλεύουν πάρα πολλές ώρες, ενώ υπερασχολούνται και οι ίδιοι με τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό είναι μία πολύ αρνητική επίδραση. Γιατί πέρα από το παράδειγμα που δίνουν, αφιερώνουν πολύ χρόνο σ’ αυτά και δεν περισσεύει για να ασχοληθούν με τα παιδιά και να επικοινωνήσουν ουσιαστικά μαζί τους. Αυτά ενδεχομένως να αντιδρούν σε κάθε προσέγγιση, λόγω της εφηβείας, και οι γονείς βολεύονται στο ότι τα παιδιά δεν θέλουν να μιλήσουν», εξηγεί η κ. Κωνσταντοπούλου.
Το δυσοίωνο μέλλον
Η φυσιολογική μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, ήταν πάντα δύσκολη, τώρα όμως πανικοβάλλει τα παιδιά καθώς η ενήλικη ζωή φαίνεται να έχει περισσότερες δυσκολίες. Γι’ αυτό και συχνά δεν θέλουν πλέον να κάνουν οικογένεια. Τους φαντάζει πάρα πολύ δύσκολο να ανταποκριθούν σε αυτό το «πακέτο» των απαιτήσεων και υποχρεώσεων.
«Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ιδιαίτερα απαιτητικό και πολλές φορές δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν. Από την άλλη πλευρά οι γονείς θέλουν τα παιδιά τους επιστήμονες. Την ίδια στιγμή, οι προοπτικές για τη μετέπειτα ζωή ματαιώνουν τα παιδιά και τους δημιουργούν ένα κενό αλλά και φόβο για την ενηλικίωση. Το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο. Μετά από μία οικονομική κρίση, ήρθε μία υγειονομική, η οποία θα φέρει άλλη μία οικονομική κρίση. Οι έφηβοι πάντα ψάχνουν το νόημα της ζωής τους. Τώρα, όμως, είναι πολύ πιο δύσκολο να το βρουν. Αυτό παλαιότερα το βλέπαμε περισσότερο στους ενήλικες. Οι έφηβοι είχαν και τα όνειρά τους, τα οποία πλέον είναι πολύ περιορισμένα», εξηγεί η κ. Κωνσταντοπούλου.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς
Οι γονείς συχνά αντιλαμβάνονται καθυστερημένα τα προβλήματα των παιδιών τους. Ωστόσο, η έγκαιρη διάγνωση είναι καίριας σημασίας για την αντιμετώπισή τους και τη μετέπειτα πορεία τους.
«Οι γονείς πρέπει να ιεραρχήσουν τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις και να μην προσπαθούν να τα κάνουν όλα μαζί. Τα παιδιά μας είναι προτεραιότητά μας και χρειάζονται αφοσίωση κατά τον χρόνο που περνάμε μαζί τους. Πολλές φορές έρχονται οι γονείς και μιλούν για τα παιδιά τους, αγνοώντας τις δικές τους συμπεριφορές. Και μετά πιέζουν τα παιδιά και έχουν απαιτήσεις από αυτά, στις οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε οι ίδιοι. Οι γονείς θα πρέπει όταν είναι εκεί, να είναι εκεί 100%», υπογραμμίζει η κ. Κωνσταντοπούλου.
Παράλληλα, οι απαιτήσεις των γονέων από τα παιδιά, συχνά ξεπερνούν τις δυνατότητές τους, προκαλώντας τους άγχος και ενοχές.
«Οι γονείς περιμένουν από τα παιδιά τους τα πάντα, ενώ θα έπρεπε να περιμένουν μόνο αυτά που μπορούν τα παιδιά να δώσουν. Το λένε, το δείχνουν μέχρι πού μπορούν. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει να τα κινητοποιούν για κάτι καλύτερο. Αλλά είναι σημαντικό αυτό να γίνεται με μέτρο, με τρόπο και χωρίς πίεση. Πρέπει να αποδέχονται τα παιδιά με τις ικανότητές τους, όποιες κι αν είναι αυτές και να μην τα αντιμετωπίζουν ανάλογα με τις δικές τους προσδοκίες».
Ποια είναι όμως τα σημάδια που δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά; Την απάντηση δίνει η ειδικός:
«Αυτό που πρέπει να κινητοποιήσει τους γονείς είναι η υπερβολική ευερεθιστότητα. Οι έφηβοι είναι από τη φύση τους ευερέθιστοι, αλλά σε αυτήν την περίπτωση η ευερεθιστότητα έχει τα … πάνω της και τα κάτω της. Η καταθλιπτική ευερεθιστότητα είναι πιο μόνιμη, είναι πιο συνεχής. Αυτά τα παιδιά χρειάζονται άμεση και συστηματική ψυχοθεραπεία, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ενδείκνυται και φαρμακοθεραπεία, σύμφωνα πάντα με την καθοδήγηση ειδικού παιδοψυχιάτρου».