Έχει υπολογιστεί, βάσει μελετών, πως η επίπτωση (το μέτρο της πιθανότητας εμφάνισης) του προκαλούμενου από την ακτινοβόληση, καρκίνου του μαστού διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από παράγοντες όπως η ηλικία έναρξης της μαστογραφίας και τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των διαδοχικών ελέγχων. Η διακύμανση της επίπτωσης είναι από 0,04 μέχρι 1 γυναίκα που θα νοσήσει ανά 1.000 γυναίκες που εξετάζονται συστηματικά.
Το άνω όριο της επίπτωσης (1) αφορά σε γυναίκες με αυξημένο δια βίου κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθειας στον μαστό, οι οποίες συνήθως υποβάλλονται σε συχνότερο και πρωιμότερης έναρξης μαστογραφικό έλεγχο.
Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση εάν υπολογίσουμε πως η επίπτωση του καρκίνου του μαστού στον γενικό πληθυσμό είναι μεσοσταθμικά 1 περιστατικό ανά 10 γυναίκες, το ρίσκο από την ακτινοβολία είναι τουλάχιστον 100 φορές μικρότερο, ενώ η μείωση της θνησιμότητας που προσφέρει η μαστογραφία μέσω της έγκαιρης διάγνωσης αγγίζει το 44-48%.
Επί της ουσίας με την απόφαση να κάνεις προληπτικές εξετάσεις για τον μαστό μειώνεις στο μισό τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του μαστού, αυξάνοντας τον κίνδυνο πρόκλησης κακοήθειας μόνο κατά 0,1%.
Η επιλογή του καταλληλότερου τύπου μαστογραφικού ελέγχου (απλής ψηφιακής ή τρισδιάστατης μαστογραφίας) ή/και η προσθήκη συμπληρωματικών ακτινογραφικών τεχνικών (π.χ. εντοπιστικών – μεγεθυντικών λήψεων) εμπίπτει στην εξατομικευμένη προσέγγιση που ο εξειδικευμένος Ιατρός Ακτινολόγος Μαστού οφείλει να προσφέρει στις γυναίκες που παρακολουθεί σταθμίζοντας, κατά περίπτωση, το όφελος και τον πιθανό κίνδυνο από την έκθεση στην ιοντίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.