«Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία ασθένεια που προσβάλλει το ενδοκρινικό (ορμονικό) σύστημα και συσχετίζεται με μεταβολικές διαταραχές που προκαλούν προβλήματα σε πολλά ζωτικά όργανα, όπως στα μάτια, τα νεύρα, τους νεφρούς και τα αγγεία», λέει ο Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος δρ Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life. «Δεδομένου ότι η υπεργλυκαιμία πλήττει τα αιμοφόρα αγγεία και τα νεύρα, μπορεί να προσβάλλει και τα όργανα αναπαραγωγής, με δυσμενείς συνέπειες στη γονιμότητα. Ρόλο παίζει επίσης το ορμονικό υπόβαθρο του διαβήτη, δηλαδήη αντίσταση στην ινσουλίνη και η υπερινσουλιναιμία που ευθύνονται για την μη ικανοποιητική ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου».
Οι συνέπειες της υπεργλυκαιμίας στους άνδρες σχετίζονται κυρίως με την περιφερειακή νευροπάθεια και την αγγειοπάθεια που προκαλείται εξαιτίας του αρρύθμιστου ή πολυετούς διαβήτη. Έτσι, οι άνδρες με διαβήτη μπορεί να παρουσιάσουν προβλήματα όπως η παλίνδρομη εκσπερμάτιση και η στυτική δυσλειτουργία.
Στην περίπτωση της στυτικής δυσλειτουργίας το κύριο πρόβλημα είναι η διαβητική νευροπάθεια, η οποία εμποδίζει την διατήρηση της στύσης και κατ' επέκταση τη σύλληψη χωρίς βοήθεια. Εξαιτίας της διαβητικής αγγειοπάθειας, εξάλλου, υπάρχει και μειωμένη παροχή αίματος στο πέος, που εμποδίζει την επίτευξη καλής στύσης.
Η διαβητική νευροπάθεια μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ανεπάρκεια του μηχανισμού που εξωθεί προς την ουρήθρα το σπέρμα, με συνέπεια είτε να κατευθύνεται το σπέρμα προς την ουροδόχο κύστη, είτε να υπάρχει καθυστερημένη εκσπερμάτιση.
Οι άνδρες με σακχαρώδη διαβήτη έχουν επίσης αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάζουν χαμηλότερης ποιότητας σπέρμα απ' ό,τι οι υγιείς συνομήλικοί τους. Σε μία μελέτη, π.χ., διαπιστώθηκε πως άνδρες που έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη είχαν κατά σχεδόν 25% χαμηλότερο όγκο σπερματοζωαρίων σε σύγκριση με τους μη-διαβητικούς συνομηλίκους τους. Τα σπερματοζωάριά τους είχαν επίσης πολύ περισσότερες βλάβες στο γενετικό υλικό τους (DNA), όπως ο κατακερματισμός του DNA, οι διαγραφές του μιτοχονδριακού DNA κ.λπ. Οι βλάβες αυτές επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα και την λειτουργικότητα των σπερματοζωαρίων, με συνέπεια να παρεμποδίζουν τη γονιμοποίηση.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι τα επίπεδα ινσουλίνης στον ορό του αίματος επηρεάζουν μορφολογικά χαρακτηριστικά των σπερματοζωαρίων, όπως το ακροσωμάτιο (είναι μία δομή στην κεφαλή των σπερματοζωαρίων). Έτσι, σε περίπτωση αντίστασης ή ανεπάρκειας ινσουλίνης, η μορφολογία πολλών σπερματοζωαρίων είναι παθολογική, με συνέπεια να εμποδίζεται η είσοδός τους στο ωάριο και κατ' επέκταση η γονιμοποίηση.
Ειδικά στους παχύσαρκους άνδρες ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να διαταράξει και τη λειτουργία των όρχεων. Η διαταραχή αυτή μπορεί να έχει ως συνέπεια τον υπογοναδισμό (μειωμένη παραγωγή τεστοστερόνης) και την παραγωγή παθολογικών σπερματοζωαρίων (π.χ. με μειωμένη κινητικότητα, παθολογική μορφολογία, μειωμένος αριθμός). Όλες αυτές οι παράμετροι επιδρούν στην ανδρική γονιμότητα.
Στις γυναίκες με διαβήτη τα ποσοστά υπογονιμότητας είναι αυξημένα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο αυτό, αλλά καθοριστικό ρόλο παίζουν η αντίσταση στην ινσουλίνη και η αυξημένη παραγωγή της ορμόνης αυτής (υπερινσουλιναιμία). Οι καταστάσεις αυτές αποτελούν συχνά «προάγγελο» διαβήτη (προδιαβήτης) ή υποδηλώνουν πλήρως ανεπτυγμένο σακχαρώδη διαβήτη.
Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η υπερινσουλιναιμία έχει επιζήμιες επιδράσεις στις ωοθήκες κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των ωοθυλακίων, με συνέπεια να εμποδίζει την ωορρηξία. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το οποίο αποτελεί κύρια αιτία υπογονιμότητας.
Οι γυναίκες αυτές άλλοτε έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος και άλλοτε είναι παχύσαρκες. Ωστόσο μελέτες έχουν δείξει πως το 30% των γυναικών φυσιολογικού βάρους και το 75% των παχύσαρκων, έχουν ταυτοχρόνως υπερινσουλιναιμία και αντίσταση στην ινσουλίνη. Αυτό υποδηλώνει ότι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, ο διαβήτης και συχνά η παχυσαρκία είναι καταστάσεις που μεταβολικά συνδέονται μεταξύ τους.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου για γυναικεία υπογονιμότητα που σχετίζονται με τον διαβήτη είναι:
* Οι διαταραχές του έμμηνου κύκλου (η γυναίκα μπορεί να έχει ολιγομηνόρροια, δηλαδή έμμηνο ρύση σε αραιά χρονικά διαστήματα, ή αμηνόρροια, δηλαδή να μην έχει έμμηνο ρύση για αρκετούς συνεχόμενους μήνες).
* Η μείωση της αναπαραγωγικής περιόδου της ζωής (καθυστερημένη ή όψιμη έναρξη της εμμήνου ρύσεως και πρόωρη εμμηνόπαυση).
* Ο υπερανδρογονισμός (αυξημένη παραγωγή ανδρικών ορμονών του φύλου, που επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων και εμποδίζουν την ωορρηξία).
* Η αυτοανοσία (είναι πιθανότερη η υπογονιμότητα στις διαβητικές γυναίκες με θυρεοειδίτιδα Hashimoto και αντιωοθηκικά αυτοαντισώματα).
* Η σεξουαλική δυσλειτουργία.
Επίσης, «έχει διαπιστωθεί πως η βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου και η απώλεια των περιττών κιλών, μπορεί να αυξήσουν τις πιθανότητες τεκνοποίησης στις γυναίκες», τονίζει ο κ. Βασιλόπουλος.
Ωστόσο, ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να εμποδίσει και την διατήρηση της εγκυμοσύνης, ιδίως στις γυναίκες που νοσούν πολλά χρόνια από αυτόν. Ο διαβήτης μπορεί να εμποδίσει την επιτυχή εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου στη μήτρα και να αυξήσει τον κίνδυνο αποβολής, πριν καν αρχίσει η εγκυμοσύνη. Μάλιστα έχει βρεθεί ότι οι πιθανότητες αποβολής στις γυναίκες με διαβήτη είναι αυξημένες κατά 30-60%, συγκριτικά με τις μη-διαβητικές γυναίκες.
Ακόμα όμως κι αν επιτευχθεί εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου, υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι. Η γυναίκα μπορεί να χρειασθεί να γεννήσει με καισαρική τομή, το μωρό μπορεί να είναι πολύ μεγαλόσωμο, να αντιμετωπίζει προβλήματα ανάπτυξης ή γενετικών ανωμαλιών (εξαιτίας των βλαβών που έχει προκαλέσει το αυξημένο σάκχαρο στα εμβρυϊκά κύτταρα) ή ακόμα και να χρειασθεί νοσηλεία στη Μονάδα Νεογνών μετά τη γέννησή του.
Για όλους αυτούς τους λόγους «άνδρες και γυναίκες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν πρέπει να επιδιώκουν τον καλύτερο δυνατό γλυκαιμικό έλεγχο», τονίζει ο κ. Βασιλόπουλος. «Ιδανικά πρέπει να έχουν καλά ρυθμισμένα επίπεδα σακχάρου για μερικούς μήνες, πριν αρχίσουν τις προσπάθειες απόκτησης παιδιού, ώστε να μειωθούν και οι δυνητικοί κίνδυνοι για την εγκυμοσύνη».