«Η κήλη του αθλητή ή σύνδρομο κοιλιακών προσαγωγών ή ηβαλγία αναπτύσσεται λόγω των επαναλαμβανόμενων, απότομων κινήσεων που απαιτούν πολλά αθλήματα, καθώς και της συστροφής του κορμού κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας. Παρότι τα αθλήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή είναι πολυάριθμα, τώρα το καλοκαίρι συνήθως ενοχοποιούνται το θαλάσσιο σκι, το μπάσκετ, το καγιάκ, το ποδόσφαιρο, το τένις και το τρέξιμο», επισημαίνει ο δρ Αναστάσιος Ξιάρχος, ιδρυτικό μέλος και πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, Ερευνητής & Διδάσκων στο εργαστήριο Βιοπληροφορικής & Ανθρώπινης Ηλεκτροφυσιολογίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (www.axiarchos.gr).
Παρά το όνομά της, η κήλη αυτή δεν μοιάζει με τις άλλες και δεν γίνεται ψηλαφητά αντιληπτή από τον ασθενή, όπως συμβαίνει με τις κοιλιοκήλες που δημιουργούν εξόγκωμα στην κοιλιακή χώρα. Αν και τα συμπτώματα είναι παρόμοια, αυτά προκαλούνται από τη ρήξη τενόντων που φυσιολογικά είναι προσκολλημένοι στη λεκάνη ή από την κάκωση/ρήξη άλλων μαλακών ιστών (μυς, σύνδεσμοι) στο κατώτερο τμήμα της κοιλιάς και της ηβικής περιοχής. Αιτία είναι η υπερδιάτασή τους. Μάλιστα, οι τένοντες που συνδέουν τους πλάγιους μύες με το ηβικό οστό είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι.
Ο ασθενής με σύνδρομο κοιλιακών προσαγωγών «ακούει» έναν εσωτερικό ήχο «ποπ» και βιώνει σοβαρό πόνο στην περιοχή της βουβωνικής χώρας κατά τη στιγμή του τραυματισμού. Όταν ξεκουράζεται, ο πόνος υποχωρεί, αλλά ξαναπονά όταν επανέρχεται στις αθλητικές δραστηριότητές του. Είναι δε εντονότερος όταν κάνει στροφές του κορμού. Με την πάροδο του χρόνου, η κήλη του αθλητή μπορεί να οδηγήσει σε βουβωνοκήλη. Ο ασθενής θα αντιληφθεί τότε την παρουσία της από τη διόγκωση που θα σχηματιστεί. Χωρίς θεραπεία, αυτός ο τραυματισμός μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιο πόνο που θα τον εμποδίζει να αθληθεί.
Λόγω της σύνθετης φύσης της πάθησης, για τον εντοπισμό της απαιτείται κλινική εξέταση και διαγνωστικές εξετάσεις από έναν έμπειρο ιατρό, ο οποίος θα λάβει παράλληλα κι ένα λεπτομερές ιστορικό για τον τρόπο που συνέβη ο τραυματισμός. Αυτό βοηθά στον καθορισμό του μηχανισμού τραυματισμού και στην ευκολότερη διάγνωση και προσδιορισμό της θεραπείας. Ωστόσο, οι περισσότεροι ασθενείς δεν θυμούνται το γεγονός που τους προκάλεσε τον πόνο.
Για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της ρήξης είναι απαραίτητη η διενέργεια υπερηχογραφήματος, ακτινογραφίας, αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας, με πιο αποτελεσματική για την απεικόνιση των μαλακών μορίων τη μαγνητική τομογραφία. Από τα αποτελέσματα θα κριθεί η θεραπεία που θα ακολουθηθεί. Η ξεκούραση είναι η πρώτη σύσταση των ειδικών, σύμφωνα με τους οποίους η τοποθέτηση πάγου τις πρώτες 7 έως 10 ημέρες είναι ευεργετική. Εάν ο τραυματισμός έχει οδηγήσει και σε βουβωνοκήλη, τότε μια ζώνη ίσως βοηθήσει στην πρόσκαιρη ύφεση του πόνου, χωρίς βεβαίως να θεραπεύει την αιτία. Μετά το πέρας των πρώτων 15 ημερών, συστήνεται η φυσικοθεραπεία για την ενδυνάμωση των μυών της περιοχής καθώς και την απόκτηση ευελιξίας. Μείωση των συμπτωμάτων προσφέρει και η θεραπεία με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ή ενέσεις κορτιζόνης.
Σύμφωνα με τον δρ Ξιάρχο, Δ/ντη Χειρουργικής Κλινικής Ομίλου Ιατρικό, Ιατρικό Περιστερίου, εάν, παρά τα συντηρητικά μέτρα, δεν αντιμετωπιστεί ικανοποιητικώς ο πόνος ή επανεμφανιστεί με τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες (πράγμα που συμβαίνει συχνά), τότε συστήνεται η χειρουργική αποκατάσταση της βλάβης. Η χειρουργική προσέγγιση της πάθησης έχει επιτυχία της τάξεως του 95%. Η επέμβαση γίνεται λαπαροσκοπικά, πάντοτε με την τοποθέτηση πλέγματος. Έτσι διασφαλίζεται ο μειωμένος μετεγχειρητικός πόνος και ο μειωμένος χρόνος νοσηλείας, ο οποίος δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Επιπλέον, η ανάρρωση του ασθενή είναι γρηγορότερη, όπως και η επιστροφή του στις αγαπημένες του δραστηριότητες. Η λαπαροσκοπική επέμβαση είναι ασφαλέστερη, καθώς εγγυάται την αποφυγή φλεγμονών και λοιμώξεων, και είναι αισθητικά ανώτερη λόγω απουσίας ουλής.
«Προληπτικά, οι ασκούμενοι θα πρέπει να δίνουν έμφαση στην ενδυνάμωση των μυών του κορμού και να κάνουν προθέρμανση πριν ξεκινήσουν το παιχνίδι ή τη δραστηριότητα. Είναι σημαντικό να δίνουν σημασία στις προειδοποιητικές ενδείξεις και να αναζητούν ιατρική συμβουλή το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να αποφύγουν την επιδείνωση του προβλήματος», καταλήγει ο δρ Αναστάσιος Ξιάρχος.