Μυκητιάσεις
Η μυκητίαση εκφράζεται στους άνδρες συνήθως υπό μορφή βαλανίτιδας και στις γυναίκες ως κολπίτιδα. Οφείλονται στην παρουσία υγρασίας στην ουρογεννητική περιοχή από βρεγμένα μαγιό που δεν αλλάζονται στο σωστό χρόνο, ή από ιδρώτα λόγω της ζέστης. Ο μύκητας αναπτύσσεται σε περιβάλλον υγρασίας. Τα όργανα που νοσούν παρουσιάζουν ερυθρότητα και κνησμό (φαγούρα), συχνά συνοδευόμενα από δύσοσμα υγρά. Η θεραπεία έγκειται στη χρήση αντιμυκητιασικών αλοιφών, κολπικών υπόθετων ή σε κάποιες περιπτώσεις, σε αγωγή από το στόμα.
Ουρολοιμώξεις
Το καλοκαίρι είναι συχνότερες στις γυναίκες με τη μορφή της κυστίτιδας. Πρόκειται για την πιο απλή μορφή ουρολοίμωξης που αφορά μόνο το κατώτερο ουροποιητικό (ουρήθρα και ουροδόχο κύστη). Τυπικά δεν συνοδεύεται από πυρετό, είναι όμως άκρως ενοχλητική, καθώς εκφράζεται με μία πλούσια συμπτωματολογία, που περιλαμβάνει καύσο κατά την ούρηση, τσούξιμο, αίσθημα βάρους χαμηλά στην κοιλιά (προκυστικά), ενοχλητική συχνουρία και σε κάποιες περιπτώσεις αίμα στα ούρα. Τα συνήθη αίτια που την προκαλούν, είναι η ανεπαρκής πρόσληψη - αναπλήρωση των υγρών, η παραμονή στην παραλία με βρεγμένο μαγιό, η πλημμελής τήρηση των κανόνων ατομικής υγιεινής και κυρίως η μεγάλη αναβολή της ούρησης. Η αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης γίνεται με την χορήγηση της κατάλληλης αντιβίωσης από τον ουρολόγο. ‘Όμως πρωταρχικής σημασίας είναι η πρόληψη, με την τήρηση από μέρους της γυναίκας μιας σειράς βασικών κανόνων, όπως: επαρκής ενυδάτωση, όχι αναβολή της ούρησης, συχνή αλλαγή των βρεγμένων μαγιό, σωστό σκούπισμα της ευαίσθητης περιοχής και τήρηση όλων των μέτρων ατομικής καθαριότητας, καθώς και ούρηση μετά την επαφή.
Λιθίαση του ουροποιητικού
Ο σχηματισμός λίθων στο ουροποιητικό σύστημα είναι μία διαδικασία πολύπλοκη στην οποία συμμετέχουν πολλοί παράγοντες, όμως είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι το ζεστό κλίμα την ευνοεί ιδιαίτερα. Όταν κάνει ζέστη, ο οργανισμός προσπαθεί να ρυθμίσει την εσωτερική θερμοκρασία του διεγείροντας την παραγωγή και αποβολή του ιδρώτα. Αν αυτό δεν συνοδευτεί από αντίστοιχη αύξηση στην πρόσληψη υγρών, ώστε να αναπληρωθούν όσα χάνονται, το επακόλουθο είναι η αφυδάτωση.
Ο οργανισμός αντιδρά στην ανίχνευση της αφυδάτωσης ελαττώνοντας την ποσότητα των ούρων που παράγει, ώστε να περιοριστούν οι απώλειες. Τα ούρα έτσι, γίνονται πιο πυκνά και περιέχουν περισσότερα μεταλλικά ιχνοστοιχεία (ασβέστιο, ουρικό οξύ, οξαλικό οξύ) απ’ όσα μπορεί το υγρό στοιχείο τους να διαλύσει, με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος δημιουργίας κρυστάλλων. Οι κρύσταλλοι ευνοούν την ανάπτυξη νεφρολιθίασης (πέτρας στα νεφρά). Επειδή εξάλλου τα (λιγοστά) ούρα παραμένουν επί περισσότερες ώρες στην ουροδόχο κύστη, έως ότου δημιουργηθεί η ανάγκη για κένωση, δίνεται η ευκαιρία στα βακτήρια που υπάρχουν σε αυτήν να πολλαπλασιαστούν (άλλη μία αιτία ουρολοίμωξης), τονίζει ο κ. Αργυρόπουλος.
Οι πέτρες στα νεφρά μπορεί να προκαλέσουν ποικίλες επιπτώσεις στην υγεία όπως αίμα στα ούρα, νεφρικό άλγος, σοβαρή νεφρική λοίμωξη (πυελονεφρίτιδα), ακόμη και νεφρική ανεπάρκεια σε ακραίες περιπτώσεις τεράστιων και παραμελημένων λίθων. Οξεία κατάσταση, την οποία συναντούμε συχνά το καλοκαίρι, είναι η μετακίνηση μικρών λίθων από τους νεφρούς στους ουρητήρες (τα σωληνάκια που συνδέουν τα νεφρά με την ουροδόχο κύστη) και ο επακόλουθος νεφρικός κολικός. Πρόκειται για οξύ νεφρικό πόνο, με εξάρσεις και υφέσεις, ο οποίος τυπικά δεν έχει ανταλγική θέση (θέση ανακούφισης) και συνήθως αρχικά αντιμετωπίζεται με σπασμολυτικά-αναλγητικά φάρμακα (είτε από το στόμα, είτε σε ενέσιμη μορφή). Φυσικά, μετά από ένα επεισόδιο νεφρικού κολικού, απαιτείται πάντα η εκτίμηση από ειδικό ουρολόγο, γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να απαιτείται κάποιου είδους χειρουργική ή άλλη «παρεμβατική» λύση (π.χ. εξωσωματική λιθοτριψία).
Τι κάνουμε όμως για να μειώσουμε την πιθανότητα να μας συμβεί νεφρικός κολικός και να «μπλέξουμε» με νεφρολιθίαση;
Ακολουθούμε όσο πιστά μπορούμε τα παρακάτω: Ενυδατωνόμαστε καλά, καταναλώνουμε όσο μπορούμε λιγότερο αλάτι και ζωικές πρωτεΐνες (κόκκινο κρέας), κινούμαστε όσο μπορούμε και καταναλώνουμε φρούτα (ειδικά εσπεριδοειδή) και λαχανικά, καταλήγει ο κ. Αργυρόπουλος.