Όλες τους υποβλήθηκαν σε ένα τεστ που εξετάζει αν οι όγκοι τους φέρουν 70 διαφορετικές γενετικές μεταλλάξεις, οι οποίες επηρεάζουν τον κίνδυνο υποτροπής και μετάστασης του καρκίνου.
Το τεστ αυτό ονομάζεται MammaPrint και ουσιαστικά δείχνει αν μια γυναίκα θα ωφεληθεί από τη χημειοθεραπεία ή όχι.
Παρότι η χημειοθεραπεία έχει πολλές παρενέργειες, οι γιατροί την χορηγούν στις γυναίκες έπειτα από την εγχείρηση για αρχικό καρκίνο του μαστού διότι πιστεύουν ότι είναι αυξημένος ο κίνδυνος υποτροπής και μετάστασής του.
Όπως εξήγησε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Φατίμα Καρντόσο, ογκολόγος στο Κέντρο Καρκίνου Champalimaud στη Λισαβώνα της Πορτογαλίας, στην παρούσα μελέτη η απόφαση για το ποιες εθελόντριες θα έκαναν τελικά χημειοθεραπεία και ποιες όχι λαμβανόταν με βάση τα αποτελέσματα του MammaPrint και της κλινικήςαξιολόγησής τους από τον θεράποντα ιατρό τους.
Όταν το συμπέρασμα της αξιολόγησης και του τεστ έδειχνε πως ήταν χαμηλού κινδύνου για υποτροπή και μετάσταση, δεν έκαναν χημειοθεραπεία. Αντιθέτως, αν ήταν υψηλού κινδύνου έκαναν χημειοθεραπεία.
Ωστόσο το συμπέρασμα της κλινικής αξιολόγησης ήταν αντίθετο από αυτό του τεστ στις 1.550 από τις εθελόντριές: ενώ η αξιολόγηση έδειχνε πως είναι υψηλού κινδύνου, το τεστ έδειχνε πως ήταν χαμηλού.
Οι ερευνητές χώρισαν αυτές τις εθελόντριες σε δύο ομάδες, η μία εκ των οποίων έκανε χημειοθεραπεία και η άλλη όχι.
Όπως γράφουν στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM), πέντε χρόνια αργότερα, τα ποσοστά επιβιώσεως δίχως απομακρυσμένες μεταστάσεις σε όσες δεν είχαν τελικά κάνει χημειοθεραπεία ήταν 94,7%, ενώ η απόλυτη διαφορά με τα ποσοστά επιβίωσης δίχως μεταστάσεις σε όσες προχώρησαν σε χημειοθεραπεία ήταν 1,5% - και αυτό ίσχυε ανεξάρτητα από το είδος των όγκων τους.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι το 46% των γυναικών με αρχικού σταδίου καρκίνο του μαστού δεν χρειάζονται τελικά χημειοθεραπεία, σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.