Η όλη έρευνα πραγματοποιήθηκε από διεθνή ομάδα επιστημόνων, υπό τον δρα Λέστερ Κόμπτζικ, καθηγητή στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας τη Σχολή Δημοσίας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Όπως γράφουν ο δρ Κόμπτζικ και οι συνεργάτες του στην επιθεώρηση «eLife», εξέθεσαν ομάδα αρσενικών και θηλυκών ποντικιών στο βακτήριο πνευμονιόκοκκος (ή στρεπτόκοκκος της πνευμονίας), φροντίζοντας επίσης να χορηγήσουν δόσεις οιστρογόνων στα μισά αρσενικά ποντίκια.
Τα θηλυκά ποντίκια και τα αρσενικά που είχαν λάβει οιστρογόνα κατόρθωσαν να απαλλαγούν πιο γρήγορα από το βακτήριο απ’ ό,τι τα αρσενικά που δεν είχαν λάβει οιστρογόνα.
Οι ερευνητές συνέχισαν τα πειράματά τους σε κυτταρικές σειρές πνευμόνων, διαπιστώνοντας πως εκείνες που προέρχονταν από θηλυκά ζώα καταπολεμούσαν καλύτερα το ίδιο βακτήριο απ’ ό,τι όσες προέρχονταν από αρσενικά.
Το ίδιο συνέβαινε και όταν εξέθεσαν τις σειρές σε δύο άλλα βακτήρια, το e.coli (μεταξύ άλλων προκαλεί ουρολοιμώξεις και γαστρεντερίτιδες) και τον χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο (προκαλεί από πνευμονία και σηψαιμία έως μολύνσεις του δέρματος, των οστών και των πληγών).
Περαιτέρω έρευνες έδειξαν ότι η αυξημένη αντοχή στη βακτηριακή πνευμονία των θηλυκών ποντικιών σχετιζόταν με το ένζυμο NOS3, το οποίο ενεργοποιείται από την απελευθέρωση της γυναικείας ορμόνης του φύλου, των οιστρογόνων.
Για να επαληθεύσουν το εύρημά τους, τροποποίησαν γενετικά αρσενικά και θηλυκά ποντίκια ώστε να μην φέρουν το γονίδιο που κωδικοποιεί την παραγωγή του NOS3, με αποτέλεσμα να πάψουν τα θηλυκά ποντίκια να είναι ανθεκτικά στον πνευμονιόκοκκο.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι το εύρημά τους ανοίγει το δρόμο για εξεύρεση τρόπου προστασίας από τις επιπλοκές των εποχιακών ιώσεων και κυρίως της γρίπης, μία πολύ συνηθισμένη επιπλοκή της οποίας είναι η βακτηριακή πνευμονία.