Η μελέτη αναδεικνύει τις ανεπαίσθητες χημικές (επιγενετικές) αλλαγές που μπορούν να συμβούν -μέσω της διαδικασίας της μεθυλίωσης- στο γονιδίωμα ενός ανθρώπου εξαιτίας περιβαλλοντικών επιπτώσεων και μάλιστα ενός μακρόχρονου στρες χαμηλού επιπέδου και όχι κάποιου σοβαρού τραύματος.
Όλο και περισσότερες έρευνες δείχνουν πλέον ότι όχι μόνο οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες μπορούν να αλλάξουν το DNA και τη λειτουργία (έκφραση) των γονιδίων, αλλά επίσης ότι αυτές οι αλλαγές μπορούν να περάσουν στην επόμενη γενιά.
Οι ερευνητές από τα Τμήματα Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Ντιουκ της Β.Καρολίνα, με επικεφαλής τους Αχμάντ Χαρίρι και Τζόνα Σβαρτς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό μοριακής ψυχιατρικής "Molecular Psychiatry", μελέτησαν 183 εφήβους 11 έως 15 ετών επί τρία χρόνια.
Τα παιδιά υποβλήθηκαν σε νευροψυχολογικά τεστ και επίσης υπήρξε απεικονιστική εξέταση του εγκεφάλου τους, ενόσω έβλεπαν διάφορες συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες, προκειμένου να καταγραφούν οι αντιδράσεις του στρες.
Τα πειράματα επαναλήφθηκαν πολλές φορές στη διάρκεια της τριετίας.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι στα φτωχά παιδιά είχαν υπάρξει επιγενετικές αλλαγές στο γονίδιο SLC6A4, το οποίο ρυθμίζει μια πρωτεΐνη που μεταφέρει σεροτονίνη στα εγκεφαλικά κύταρα (νευρώνες) και επίσης εμπλέκεται στη δραστηριότητα της αμυγδαλής, ενός ζωτικού συναισθηματικού κέντρου του εγκεφάλου.
Οι μεταβολές αυτές έκαναν την αμυγδαλή πιο ευερέθιστη και έτσι τα παιδιά έτειναν να είναι πιο επιρρεπή σε φοβίες, κρίσεις πανικού, κατάθλιψη κ.α. Ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος για τα παιδιά που είχαν ιστορικό κατάθλιψης στην οικογένειά τους.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι στον εγκέφαλο των φτωχότερων παιδιών υπήρχαν χαμηλότερα επίπεδα του νευροδιαβιβαστή σεροτονίνης, κάτι που έχει συνδεθεί με το αίσθημα της κατάθλιψης και της δυστυχίας.
Οι ερευνητές ακόμη εκτίμησαν ότι οι γενετικές αλλαγές στα φτωχότερα παιδιά μπορεί να τα καθιστούν πιο επιρρεπή στον εθισμό στα ναρκωτικά, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Άλλοι πάντως επιστήμονες, όπως ο παιδοψυχολόγος Σιθ Πόλακ του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν-Μάντισον, επεσήμαναν ότι η νέα μελέτη βασίζεται σε μικρό δείγμα, ότι η αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων παραμένει ένα άκρως πολύπλοκο ζήτημα και ότι, σε κάθε περίπτωση, για άγνωτους λόγους, δεν αντιδρούν όλα τα φτωχά παιδιά με τον ίδιο τρόπο, καθώς μερικά εμφανώς είναι πιο επιρρεπή στις επιγενετικές αλλαγές σε σχέση με άλλα.
Από την πλευρά τους, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Ντιουκ ήδη ανακοίνωσαν ότι σχεδιάζουν μια νέα μελέτη σε μεγαλύτερο δείγμα περίπου 1.000 ατόμων, προκειμένου να μελετήσουν καλύτερα τη σχέση ανάμεσα στους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, τους επιγενετικούς και τη συμπεριφορά.