Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, στη Φινλανδία, παρακολούθησαν επί 30 χρόνια περισσότερα από 23.000 ζεύγη διδύμων. Όσοι περιέγραψαν τον εαυτό τους ως νυκτερινό τύπο επειδή έμπαιναν για ύπνο τα χαράματα, είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να καπνίζουν – και 27% λιγότερες πιθανότητες να κόψουν με τον καιρό το τσιγάρο.
Για ευνόητους λόγους, οι νυχτερινοί τύποι είχαν και μεγαλύτερη εξάρτηση από τη νικοτίνη.
Τα ευρήματα αυτά, που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Addiction», δεν σημαίνουν απαραιτήτως ότι κάτι μας κάνει το να κοιμόμαστε αργά, με συνέπεια να μας ωθεί να καπνίζουμε και να μην το κόβουμε. Εκεί που μπορεί να συμβάλλει, είναι στο να αρχίσουμε να καπνίζουμε, λένε οι ερευνητές.
Άπαξ και αρχίσει κανείς, όμως, το κάπνισμα μπορεί να εντείνει την αγρυπνία του, καθώς η νικοτίνη είναι διεγερτική, οπότε μπορεί να υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τον ύπνο, προσθέτουν.
Από τους εθελοντές της μελέτης, το 30% είπαν ότι είναι «ξεκάθαρα» πρωινοί τύποι, καθώς το βράδυ πρέπει οπωσδήποτε να κοιμούνται, ενώ το πρωί βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση.
Αντιθέτως, το 10% είπαν ότι είναι ξεκάθαρα νυχτερινοί τύποι, καθώς το πρωί νυστάζουν ενώ μόνο το βράδυ νιώθουν δραστήριοι και γεμάτοι ζωντάνια.
Οι υπόλοιποι εθελοντές ήταν κάτι ενδιάμεσο – άλλοτε νύσταζαν το πρωί και άλλοτε το βράδυ.
Από τους νυχτερινούς τύπους, κάπνιζαν περισσότεροι από ένας στους τρεις (το 35%), ενώ από τους πρωινούς σχεδόν δύο στους δέκα (το 21%).
Οι νυχτερινοί τύποι είχαν επίσης υψηλότερα ποσοστά εξάρτησης από τη νικοτίνη: με βάση ένα ειδικό ερωτηματολόγιο για την μέτρηση του εθισμού στη νικοτίνη, διαπιστώθηκε πως το 73% των νυχτερινών τύπων ήταν εξαρτημένοι από τη νικοτίνη έναντι του 48% των καπνιστών πρωινών τύπων.