Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, οι ερευνητές του Ιατρικού Κέντρου του πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Science Translational Medicine", έκαναν πειράματα με ποντίκια και εντόπισαν τρία γονίδια που σχετίζονται με τη γήρανση (FGFR1, PMP22 και CDKN1A), τα οποία από κοινού μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια την μελλοντική έκβαση ενός όγκου. Όταν το τεστ βγει αρνητικό, ο καρκίνος του προστάτη θεωρείται επιθετικός και απαιτεί άμεση θεραπεία.
Οι επιστήμονες έλεγξαν την προγνωστική αποτελεσματικότητα του τεστ κάνοντας βιοψία όγκων σε 43 καρκινοπαθείς, από τους οποίους τελικά, σε μια περίοδο δέκα ετών, οι 14 είχαν εμφανίσει προχωρημένο καρκίνο. Το γενετικό τεστ των τριών γονιδίων εντόπισε σωστά (εκ των υστέρων) και τους 14 ασθενείς με τους επιθετικούς όγκους.
«Τουλάχιστον σε αυτή την προκαταρκτική δοκιμή, μπορέσαμε να προβλέψουμε με ακρίβεια ποιοί ασθενείς με αρχικά χαμηλού κινδύνου καρκίνο του προστάτη τελικά θα ανέπτυσσαν προχωρημένο καρκίνο και ποιοί όχι», δήλωσε η επικεφαλής της έρευνας. Οι ερευνητές σχεδιάζουν, σε επόμενη φάση, να αξιολογήσουν το τεστ με μια μεγαλύτερη κλινική δοκιμή, σε βάθος χρόνου πλέον και όχι αναδρομική.
Οι γιατροί σήμερα χρησιμοποιούν διάφορα τεστ για να διαγνώσουν τον καρκίνο του προστάτη και τον βαθμό επιθετικότητάς του, ξεκινώντας συνήθως με το τεστ αίματος PSA, καθώς και την ψηλάφηση. Στη συνέχεια και εφόσον έχουν υπάρξει ύποπτες ενδείξεις, ακολουθεί η βιοψία δείγματος του ιστού του προστάτη για την ανίχνευση τυχόν καρκινικών κυττάρων και την αξιολόγηση του βαθμού κακοήθειας, ανάλογα με την εμφάνιση αυτών των κυττάρων. Οι ασθενείς χωρίζονται τότε σε δύο ομάδες, μία που απαιτεί άμεση θεραπεία και μία άλλη που περιορίζεται στην περιοδική παρακολούθηση του όγκου.
Οι περισσότεροι καρκίνοι του προστάτη αναπτύσσονται αργά. Το πρόβλημα είναι ότι ορισμένοι άνδρες που κατατάσσονται αρχικά στη δεύτερη ομάδα χαμηλού κινδύνου, σταδιακά αναπτύσσουν προχωρημένο μεταστατικό -και τελικά θανατηφόρο- καρκίνο. Αν ένας ασθενής αργήσει να ξεκινήσει τη θεραπεία, μπορεί να χάσει το «παράθυρο ευκαιρίας» για την έγκαιρη αντιμετώπιση του όγκου στα αρχικά ακόμα στάδια του.
Από την άλλη, όμως, μια περιττή επιθετική θεραπεία (με χειρουργική αφαίρεση του προστάτη) μπορεί να έχει σοβαρές παρενέργειες για την ποιότητα ζωής του ασθενούς (ακράτεια ούρων, σεξουαλική ανικανότητα). Το νέο γενετικό τεστ θα μπορούσε να διαφωτίσει καλύτερα τους γιατρούς για την προβλεπόμενη μελλοντική εξέλιξη κάθε όγκου, οπότε ο ασθενής δεν θα έχει ούτε καθυστερημένη, ούτε περιττή θεραπεία.