Το κάπνισμα από τρίτο χέρι συμβαίνει, όταν ένας άνθρωπος εισπνέει, καταπίνει ή το δέρμα του έρχεται μετά από καιρό σε επαφή με τις ουσίες που έχει αφήσει ο καπνός πάνω στα διάφορα αντικείμενα και γενικότερα στο περιβάλλον. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι αυτά τα υπολείμματα μπορεί να ανιχνευθούν στη σκόνη και στις επιφάνειες ενός διαμερίσματος περισσότερο από δύο μήνες μετά την παρουσία ενός καπνιστή στον χώρο.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Καλιφόρνιας και του Τέξας, καθώς και του Εθνικού Εργαστηρίου Λόρενς Μπέρκλεϊ, με επικεφαλής τον βιοχημικό Μπο Χανγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Mutagenesis", έκαναν εργαστηριακά πειράματα με καλλιέργειες ανθρωπίνων κυττάρων, τα οποία εξέθεσαν στις ουσίες που αφήνει ο καπνός του τσιγάρου στο περιβάλλον.
Η μελέτη έδειξε ότι οι εν λόγω ουσίες είναι τοξικές για το γενετικό υλικό και ότι το κάπνισμα από τρίτο χέρι προκαλεί τόσο τη διάσπαση των αλυσίδων των μορίων του DNA, όσο και την οξείδωσή τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γενετικές μεταλλάξεις και σε διάφορες ασθένειες, μεταξύ των οποίων ο καρκίνος (κάτι που ισχύει ακόμη πιο έντονα στην περίπτωση του κανονικού και του παθητικού καπνίσματος).
Η έρευνα διαπίστωσε ότι η χρόνια έκθεση των κυττάρων στις ουσίες του καπνού είναι χειρότερη από την οξεία (σύντομης διάρκειας) έκθεση, κάτι που δείχνει, σύμφωνα με τους Αμερικανούς επιστήμονες, ότι τα υπολείμματα του καπνού γίνονται πιο τοξικά με το πέρασμα του χρόνου, καθώς συσσωρεύονται στον οργανισμό.
«Είναι η πρώτη μελέτη που βρήκε πως το κάπνισμα από τρίτο χέρι είναι μεταλλαξιογόνο», δήλωσε η ερευνήτρια Λάρα Γκούντελ. «Οι χημικές ουσίες νιτροζαμίνες του καπνού είναι ανάμεσα στα πιο ισχυρά καρκινογόνα που υπάρχουν. Μένουν πάνω στις επιφάνειες και όταν πρόκειται για ρούχα ή χαλιά, τότε ο κίνδυνος για τα παιδιά είναι ιδιαίτερα σοβαρός», πρόσθεσε.
Όπως είπε ο Χανγκ, «έως τώρα η τοξικότητα του καπνίσματος από τρίτο χέρι δεν είχε κατανοηθεί καλά. Το κάπνισμα από τρίτο χέρι αφήνει μια μικρότερη ποσότητα χημικών ουσιών σε σχέση με το παθητικό κάπνισμα, έτσι ήταν αναγκαίο να επιβεβαιωθεί η γενετική τοξικότητά τους μέσω πειραμάτων».
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η νικοτίνη που παραμένει στο περιβάλλον, μπορεί να επιδράσει με το όζον και το νιτρικό οξύ (και οι δύο κοινές ρυπογόνες ουσίες σε έναν κλειστό χώρο) και να δημιουργήσει επικίνδυνες για την υγεία ενώσεις.
Η νικοτίνη που αφήνει ο καπνός πάνω στις διάφορες επιφάνειες, όταν αντιδρά με το νιτρικό οξύ, σχηματίζει τις καρκινογόνες ουσίες νιτροζαμίνες, ενώ όταν αντιδρά με το όζον, σχηματίζει πολύ μικρά σωματίδια που διεισδύουν στους ανθρώπινους ιστούς μεταφέροντας μέσα στον οργανισμό επικίνδυνες χημικές ουσίες.
Οι συνήθεις μέθοδοι καθαρισμού (ηλεκτρική σκούπα, αερισμός κ.α.) δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στο να απομακρύνουν τη ρύπανση από τη νικοτίνη και τα άλλα υπολείμματα του καπνού. «Μπορεί κανείς να κάνει ορισμένα πράγματα για να μειώσει την μυρωδιά (του καπνού), όμως είναι πολύ δύσκολο να καθαρίσει τελείως έναν χώρο.
Η καλύτερη λύση είναι να αντικαταστήσει διάφορα υλικά, όπως να αλλάξει το χαλί, να ξαναβάψει τους τοίχους κλπ», δήλωσαν οι ερευνητές για την περίπτωση που μετακομίσουν από ένα σπίτι άνθρωποι που κάπνιζαν και ο επόμενος ένοικος δεν καπνίζει.