Σε μελέτη που πραγματοποίησαν με σχεδόν 800 εθελοντές, τους οποίους παρακολούθησαν επί 12 χρόνια κατά μέσον όρο, διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν νοσηλευθεί με σοβαρή υπογλυκαιμία είχαν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν εκφύλιση των νοητικών λειτουργιών τους με το πέρασμα του χρόνου.
Αντίστροφα, όσοι από αυτούς εκδήλωσαν άνοια είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να έχουν ιστορικό σοβαρών υπογλυκαιμιών.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι παρότι είναι πολύ σημαντικό για τους διαβητικούς να ρυθμίζουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους, «η ρύθμιση δεν πρέπει να είναι τόσο επιθετική ώστε να οδηγεί στην υπογλυκαιμία», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Κριστίν Γιάφε, καθηγήτρια Ψυχιατρικής, Νευρολογίας & Επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο.
Όπως εξηγούν η δρ Γιάφε και οι συνεργάτες της στην επιθεώρηση «JAMA Internal Medicine», δεν είναι επακριβώς γνωστό γιατί η υπογλυκαιμία αυξάνει τον κίνδυνο εκφύλισης των νοητικών λειτουργιών.
Ωστόσο το πιθανότερο είναι πως επειδή στην υπογλυκαιμία ελαττώνεται η παροχή σακχάρου (γλυκόζης) στον εγκέφαλο, προκαλείται κάποιου βαθμού εγκεφαλική βλάβη.
Επιπλέον, όταν ένας πάσχων από διαβήτη παρουσιάζει ήδη διαταραχή στην σκέψη και στην μνήμη του, είναι δύσκολο να ακολουθήσει σωστά την αντιδιαβητική αγωγή, οπότε πάλι κινδυνεύει να πάθει υπογλυκαιμία.
Ασαφές παραμένει πάντως εάν η πρόληψη του διαβήτη θα μπορούσε να μειώσει και τον κίνδυνο άνοιας, αν και αυτό είναι ένα ερευνητικό πεδίο στο οποίο γίνονται πολλές έρευνες, πρόσθεσε η δρ Γιάφε.
Τα υπογλυκαιμικά επεισόδια είναι πολύ συνηθισμένα στους διαβητικούς, με τη συχνότητά τους να αυξάνεται με την ηλικία – ίσως λόγω των αλλαγών που συμβαίνουν με το πέρασμα του χρόνου στη νεφρική λειτουργία και στον μεταβολισμό των φαρμάκων, σύμφωνα με ένα σχόλιο που συνοδεύει τη νέα μελέτη.