Παρασκευή, Νοέμβριος 22, 2024
Follow Us
Τετάρτη, 03 Νοεμβρίου 2021 10:54

Παιδική κακοποίηση: Από την καταγγελία... στη δικαίωση - Γιατί τα θύματα βιώνουν όσα έζησαν δεκάδες φορές

Ρεπορτάζ: Κυριακή Αξιώτη

Οι υποθέσεις γίνονται περισσότερες και πιο περίπλοκες. Με αφορμή όλες αυτές αλλά και εκείνες που μένουν στο σκοτάδι όταν κλείνουν τα παράθυρα «καθαγιασμένων» οικογενειών, το ethnos.gr, συζητώντας με τους ανθρώπους που διαχειρίζονται τις καταγγελίες, εστιάζει σε επιμέρους ζητήματα του προβλήματος που αν δεν επιλυθούν, θα υπάρχουν παιδιά που θα αντιμετωπίζουν κίνδυνο στο σπίτι, στο σχολείο ή στις δραστηριότητες τους.

Ανήλικοι αντιμέτωποι με τον εφιάλτη

Ένα από αυτά είναι και η χρονοβόρα δικανική εξέταση των περιστατικών σεξουαλικής -κυρίως- κακοποίησης, αφού οι καταγγελίες πάρουν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, μόλις αυτό γίνει, ανήλικοι καλούνται να καταθέσουν σε άγνωστους αναρίθμητες φορές. Τα παιδιά φτάνουν σε αστυνομικά τμήματα, ιατροδικαστικές υπηρεσίες, εισαγγελίες, ανακριτικά γραφεία, υπηρεσίες ψυχικής υγείας και σε όλα αυτά δεκάδες φορές και για χρόνια, πολλά χρόνια. Από το 2017 όμως, όπως συμπεραίνουμε αναζητώντας πληροφορίες για το θέμα, θα έπρεπε η διαχείριση των συμβάντων να γίνεται μια μόνο φορά με τη βοήθεια εκπαιδευμένου δικανικού ψυχολόγου σε ειδικούς, φιλικούς προς αυτά διαμορφωμένους χώρους, τα περίφημα «Σπίτια του Παιδιού», μιας πρωτοβουλίας του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (ΚΕΣΑΘΕΑ) που δεν υλοποιήθηκε ωστόσο ποτέ.

Θέτουμε το ερώτημα στην κυρία Θεοδώρα Νιώπα, κοινωνική λειτουργό, συντονίστρια του Κέντρου Θεραπείας Τραύματος στην οργάνωση «Πρωτοβουλία για το Παιδί» που εδρεύει στη Βέροια. Όπως η ίδια εξηγεί, το «Σπίτι του Παιδιού» είναι ένας χώρος ειδικά διαμορφωμένος και οργανωμένος με τρόπο που να αποπνέει παιδικότητα, ενώ οι υπηρεσίες προσφέρονται από άτομα εκπαιδευμένα να ανταποκρίνονται σε ψυχικά και σωματικά τραυματισμένα παιδιά. Ιδανικά, όλες οι υπηρεσίες οι οποίες πρέπει να προσφερθούν σε ένα παιδί βρίσκονται στον ίδιο χώρο και όλες οι διαδικασίες για την στοιχειοθέτηση και τεκμηρίωση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών ολοκληρώνονται μέσα σε κάποιες ώρες. Έτσι, το ταξίδι θα γινόταν πιο σύντομο, χωρίς την επανάληψη της ίδιας φρικιαστικής ιστορίας σε διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικά γραφεία που φοβίζουν και απωθούν.

Το ΚΕΣΑΘΕΑ συγκροτήθηκε με σκοπό τη γνωμοδότηση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης πάνω σε θέματα πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας και της θυματοποίησης των παιδιών, οδηγήθηκε όμως σε αδράνεια λόγω της μετάθεσης της αρμοδιότητος χάραξης της αντεγκληματικής πολιτικής στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ενώ θα μπορούσε να συνεισφέρει τα μέγιστα στην τροποποίηση των πολιτικών που αφορούν στην προστασία της ανηλικότητας, τόσο σε θέματα που αφορούν την παιδική προστασία, όσο και στα ζητήματα της νεανικής παραβατικότητας, τα ποσοστά της οποίας επίσης αυξάνονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια.

Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικά όσα περιγράφει η κυρία Νιώπα σχετικά με την εν λόγω διαδικασία και το ψυχολογικό φορτίο που ένα θύμα καλείται να διαχειριστεί κατά τη διάρκεια αυτής. «Κάθε παιδί που αναφέρει σεξουαλική κακοποίηση καλούμαστε να το συνοδεύσουμε για την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της διαδικασίας σε πέντε διαφορετικές αρμόδιες υπηρεσίες, σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικούς χρόνους. Μερικές φορές το ανήλικο θύμα μπορεί να χρειαστεί να επισκεφτεί την ίδια υπηρεσία δύο ή τρεις φορές. Συνολικά η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της έρευνας μπορεί να διαρκέσει και ένα μήνα, ενώ η ολοκλήρωση κάποιων γνωματεύσεων μπορεί να χρειαστεί ακόμα περισσότερους. Σε όλες αυτές τις υπηρεσίες θα ζητηθεί από το παιδί να μιλήσει σε τελείως άγνωστα άτομα, εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου που τίθεται από τους επαγγελματίες, για τις πιο οδυνηρές, εξευτελιστικές, κακοποιητικές, ντροπιαστικές εμπειρίες που υπέστη», τονίζει.

«Έχουμε δει παιδιά να καταρρέουν ψυχολογικά»

«Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μιλά για έναν δράστη - άνθρωπο οικείο, της οικογένειας, στενής ή ευρύτερης, γιατί μόνο 5% των σεξουαλικών κακοποιήσεων προκαλείται από άγνωστο άτομο. Τα αμφιθυμικά συναισθήματα του παιδιού που καταγγέλλει έναν οικείο είναι τεράστιας έντασης. Πολύ έντονα συναισθήματα ντροπής και φόβου εκφράζονται από τα θύματα στην ιατροδικαστική εξέταση. Για το μεγάλο αυτό ταξίδι με τους ενδιάμεσους σταθμούς και τις υπηρεσίες που προαναφέρατε, τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται και να προετοιμάζονται. Ποια προετοιμασία όμως μπορεί να αποτρέψει τη δευτερογενή αυτή κακοποίηση; Καμία. Γιατί για να ολοκληρωθούν όλες αυτές οι δύσκολες διαδικασίες, τον έλεγχο τον έχουν οι άλλοι. Όπως και στην κακοποίηση. Έχουμε δει παιδιά να καταρρέουν ψυχολογικά με το πέρας του ταξιδιού αυτού. Και εμείς ως επαγγελματίες νιώθουμε άβολα. Εκείνα μας εμπιστεύθηκαν κάτι πολύ σοβαρό κι εμείς δεσμευτήκαμε να το προωθήσουμε στη Δικαιοσύνη», σημειώνει με έμφαση η κοινωνική λειτουργός.

Κενά στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού

Για ποιον όμως λόγο υπάρχουν ακόμα κενά στις δομές και στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού παρόλο που μιλάμε για ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα που έχει μόνο αυξητικές τάσεις; Η κυρία Νιώπα αναγνωρίζει πως οι ρυθμίσεις που εισήγαγε η εφαρμογή του Νόμου 3500/2006 και οι λοιπές νομοθετικές εναρμονίσεις στον Ποινικό Κώδικα που ακολούθησαν, με τις οποίες αναγνωρίστηκε η ενδοοικογενειακή βία ως εγκληματική και συνεπώς αξιόποινη πράξη, υποχρέωσε τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες σε θετικές προσαρμογές προκειμένου να ανταποκριθούν στην αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού ζητήματος.

Σήμερα, επισημαίνει, ο κρατικός μηχανισμός έχει τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται αποτελεσματικότερα στις αναφορές και καταγγελίες κακοποίησης εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος (οι οποίες πληθύνονται και εξαιτίας της διατήρησης της ανωνυμίας του καταγγέλλοντος) και να παραπέμπει υποθέσεις παιδικής κακοποίησης στη Δικαιοσύνη.

Οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης (και λιγότερο της Αστυνομίας, της Εκπαίδευσης και των υπηρεσιών Πρόνοιας) είναι περισσότερο εκπαιδευμένοι στη διαχείριση των περιστατικών σε σύγκριση με την περασμένη εικοσαετία. Εξάλλου η σύσταση στα πλαίσια των Δήμων Ομάδων Προστασίας Ανηλίκων (Ο.Π.Α.) στελεχωμένων από κοινωνικούς επιστήμονες, για την παρακολούθηση της πορείας παιδιών και οικογενειών μετά από καταγγελίες παιδικής κακοποίησης, πρόσθεσε μία επιπλέον σημαντική δυνατότητα στο έργο της παιδικής προστασίας που μέχρι τότε καλούνταν να φέρουν εις πέρας μόνο οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Πρόνοιας της Περιφερειακών Ενοτήτων. Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α.) έχει επίσης συνεισφέρει θετικά -μεταξύ άλλων- με τη λειτουργία «Εθνικής Γραμμής Παιδικής Προστασίας», τηλεφωνικής γραμμής (με το νούμερο 1107) που προσφέρει υποστήριξη σε πολίτες και επαγγελματίες για θέματα που άπτονται της παιδικής κακοποίησης.

Ωστόσο, κατά την συζήτησή μας, υπογραμμίζει πως η υποδοχή καταγγελίας περιστατικού παιδικής κακοποίησης και η πρώτη ανταπόκριση σε αυτό αποτελεί το αρχικό στάδιο της αντιμετώπισης του προβλήματος. Η ουσιαστική και ολοκληρωμένη αντιμετώπισή της είναι μια σύνθετη και πολύ δύσκολη διαδικασία που απαιτεί συστηματική διεπιστημονική παρέμβαση σε επίπεδο ατόμου - θύματος, αλλά και σε αυτό της οικογένειας και της κοινότητας. Η ανάρρωση ενός παιδιού από την κακοποίηση που υπέστη προϋποθέτει προφανώς την αποτροπή επανάληψής της και -κυρίως- την προσπάθεια θεραπείας του ψυχικού τραύματος που προκλήθηκε.

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η απελευθέρωση του παιδιού και των οικείων του από την οικογενειακή δυσλειτουργία, που ευνοεί την κακοποιητική συμπεριφορά, εφόσον βέβαια αυτό είναι δυνατόν. «Μια βραχεία και κατευναστικού χαρακτήρα παρέμβαση στην οικογένεια που στους κόλπους της εμφανίζονται φαινόμενα κακοποίησης δεν είναι δυνατόν παρά να έχει βραχύβια αποτελέσματα.

Και αυτό συμβαίνει για τον εξής λόγο: τα μέλη της οικογένειας αντιλαμβάνονται την εμπλοκή των υπηρεσιών ως απειλή και συνήθως αυτό οδηγεί σε μια συσπείρωση και προσωρινή - προσχηματική συμμόρφωση, που μετά την απόσυρση των επαγγελματιών δίνει τη θέση της στις προηγούμενες παθολογικές συμπεριφορές», λέει χαρακτηριστικά.

Σε ό,τι αφορά τις περιπτώσεις που απαιτείται η απομάκρυνση ενός κακοποιημένου παιδιού από το οικογενειακό περιβάλλον, τα πράγματα είναι ακόμα πιο περίπλοκα. Οι επαγγελματίες παιδικής προστασίας αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά επίσης προβλήματα για την εύρεση κατάλληλης λύσης. Την αναγκαιότητα της προσωρινής φιλοξενίας κακοποιημένων παιδιών καλύπτουν δυστυχώς τα νοσοκομεία ή οι παιδοψυχιατρικές κλινικές - όπου υπάρχουν. Η αναγκαιότητα δομών προσωρινής φιλοξενίας παιδιών είναι τεράστια, όπως και η πρόοδος του θεσμού της προσωρινής αναδοχής τους, καθώς η κάλυψη του προβλήματος και από τις δομές μακράς φιλοξενίας δεν αποτελεί ενδεδειγμένη λύση.

Οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος εμφανίζονται όταν αποφασιστεί από τις Αρχές ότι ένα κακοποιημένο παιδί πρέπει να απομακρυνθεί από το οικογενειακό περιβάλλον και να ενταχθεί σε ανάδοχη οικογένεια (στην καλύτερη περίπτωση - συνήθως ατελέσφορη) ή στους κόλπους μίας δομής μακράς φιλοξενίας, επειδή κακοποιήθηκε σε βαθμό και με μορφή τέτοια, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί πια να παραμείνει στην οικογένειά του.

Οι εμπειρίες της διαχείρισης αυτής της δεύτερης φάσης περιστατικών κακοποίησης/παραμέλησης, είναι πραγματικά οδυνηρές. Η ψυχοκοινωνική ανάταξη ενός παιδιού με τόσο άσχημες εμπειρίες είναι διαδικασία δύσκολη, πολύπλοκη και μακρόχρονη, που απαιτεί ατομική προσέγγιση και εντατική προσήλωση. Αυτή τη διαδικασία δεν μπορούν σίγουρα να εξυπηρετήσουν κρατικές ή άλλες δομές της κοινωνίας των πολιτών που έχουν ιδρυματικό ή κοινοβιακό χαρακτήρα. Επομένως η απόφαση για την τοποθέτηση ενός τραυματισμένου παιδιού που δεν γνώρισε (στις περισσότερες περιπτώσεις) παιδική ηλικία είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το μέλλον του και αυτοί που θα την πάρουν οφείλουν να σταθμίσουν πολλούς παράγοντες, σε ένα περιβάλλον μεγάλης έλλειψης εναλλακτικών λύσεων.

Ιδιαίτερα η έλλειψη ειδικών δομών υποδοχής και θεραπείας βαριά κακοποιημένων παιδιών, που έχουν υποστεί σημαντικές ψυχικές βλάβες επιτείνει το πρόβλημα, καθώς αυτά τα άτομα δεν πρέπει για κανένα λόγο να «κακοποιούνται» για δεύτερη φορά, οριστικά πια, τοποθετούμενα σε ψυχιατρικά καταστήματα, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει. Τα ίδια αυτά παιδιά δεν ενδείκνυται να τοποθετούνται σε δομές παιδικής προστασίας, όταν η κατάσταση και η συμπεριφορά τους αποτελούν οιονεί κακοποιητικό παράγοντα για τα άλλα φιλοξενούμενα ανήλικα.

Η εγγύηση πως τα θύματα δεν θα επαναθυματοποιηθούν

«Μερικοί άνθρωποι δεν θα αποκαλύψουν ποτέ και σε κανέναν ότι κακοποιήθηκαν σεξουαλικά. Η παραδοχή της εμπειρίας της σεξουαλικής κακοποίησης από μέρους του θύματος σε κάποιον άλλον, δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός όπου το θύμα αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του. Η αναφορά της σεξουαλικής κακοποίησης αφότου γίνει είναι μια ολόκληρη διαδικασία που ακολουθεί και που ο υπολογισμός των συνεπειών της λειτουργεί αποτρεπτικά. Άλλοι λόγοι στους οποίους οφείλεται η καθυστέρηση στην αναφορά περιστατικών εντοπίζονται στη σχέση μεταξύ του κακοποιητή και του θύματος. Η απόφαση για την αποκάλυψη εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Για τα παιδιά τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος ενήλικας, ή ένας συνομήλικος που θα ζητήσει βοήθεια για λογαριασμό του παιδιού - θύματος, η πεποίθηση ότι η εμπειρία του θύματος θα γίνει πιστευτή, ότι θα διακοπεί η κακοποίηση, θα αποκατασταθεί η ασφάλειά του από τις αρμόδιες υπηρεσίες και Αρχές και ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Το μεγαλύτερο θέμα του θύματος σεξουαλικής κακοποίησης είναι η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους, καθώς λόγω της κακοποίησης η σχέση αυτή έχει διαρραγεί πλήρως. Για να βοηθηθούν τα θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης, ενήλικες ή παιδιά, στο να την αποκαλύψουν πρέπει να έχουν εγγυήσεις ότι δεν θα επαναθυματοποιηθούν. Αυτό μας λένε όσοι την υπέστησαν», σημειώνει η κοινωνική λειτουργός της οργάνωσης, αναφερόμενη στο θέμα.

Περισσότερα περιστατικά, περισσότερες καταγγελίες

Το μόνο ευχάριστο που οφείλει να επισημάνει κανείς, συζητώντας για τα δεκάδες περιστατικά είναι πως το τελευταίο διάστημα περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να καταγγείλουν όσα ακούνε, βλέπουν και υποψιάζονται. O κ. Νίκος Γιώτας, ψυχοθεραπευτής που δέχεται καταγγελίες στη Γραμμή για το Παιδί, 11525, τονίζει στο ethnos.gr πως οι καταγγελίες όντως παρουσιάζουν μια μικρή αύξηση. «Σε αυτό έχει συμβάλει το γεγονός ότι η κοινωνία αρχίζει δειλά - δειλά να ασχολείται και να ενδιαφέρεται. Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε συνηθίσει μια κοινωνία, η οποία επιδεικτικά σιωπούσε και έδειχνε μια ανεκτικότητα. Δύσκολα θα έμπαινε κάποιος στη διαδικασία να αναφέρει περιστατικό κακοποίησης. Και δεν εννοώ μόνο παιδικής.

Πολλές είναι και οι καταγγελίες που αφορούν κακοποίηση και άσκηση βίας απέναντι σε γυναίκες. Όσον αφορά τις καταγγελίες που φθάνουν στη γραμμή 11525, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι όλες καταλήγουν στις εισαγγελίες ανηλίκων της χώρας. Κλιμάκιο ειδικών, αποτελούμενο από κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, αναλαμβάνουν τη διερεύνηση της καταγγελίας και προχωρούν σε απροειδοποίητη κατ’ οίκον επίσκεψη, όπου έρχονται σε επαφή με τους γονείς, αλλά και με τα παιδιά. Αφού ολοκληρωθεί η έρευνα καταθέτουν στον αρμόδιο εισαγγελέα την εκτίμησή και την εισήγησή τους και εκείνος με τη σειρά του αποφασίζει για τη πορεία που θα έχει», δηλώνει.

Σύμφωνα με τον ίδιο, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αύξηση παρατηρείται επίσης στον χρόνο που αφιερώνουν τα παιδιά και οι έφηβοι στη χρήση της οθόνης, στον εκφοβισμό εντός και εκτός σχολικού πλαισίου, στην εκδήλωση έντονου άγχους για τη προσωπική υγεία και την υγεία των σημαντικών άλλων, όπως επίσης και σε φοβίες που αφορούν τη καθημερινότητα και το μέλλον. Στατιστικά από την πρώτη καραντίνα κι έπειτα, οι καταγγελίες που αφορούν κακοποίηση ανηλίκου, παρουσιάζουν αύξηση 10%. Αυτό τουλάχιστον έχει παρατηρηθεί στη Γραμμή 11525. Οι κλήσεις αφορούν κυρίως παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, αλλά και εφηβικής, ανεξαρτήτου φύλου. Η κακοποίηση, με βάση τα στοιχεία, είναι συνήθως λεκτική, ψυχό - συναισθηματική, αλλά και σωματική.

Αξίζει να αναφερθεί πως το επιστημονικό προσωπικό της Συμβουλευτικής Γραμμής 11525 και του συμβουλευτικού κέντρου της Ένωσης «Μαζί για το Παιδί», απαρτίζεται από ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές και κοινωνικούς λειτουργούς, οι οποίοι εκτός από το πτυχίο και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, έχουν ολοκληρώσει κάποια εκπαιδευτική και θεραπευτική προσέγγιση. Τα ίδια σχεδόν κριτήρια ισχύουν και για τους εθελοντές, ειδικούς ψυχικής υγείας που απαντούν στις κλήσεις. Οι άνθρωποι αυτοί καλούνται καθημερινά να απαντήσουν σε αιτήματα που προέρχονται από γονείς, εκπαιδευτικούς, αλλά και από τους ίδιους τους εφήβους.

«Δεν χρειάζεται απλά να ακούσεις τον άλλο και να του δώσεις κάποιες “ χρηστικές συμβουλές”. Χρειάζεται να εστιάσεις στο αίτημά του. Να τον ακούσεις, να τον φροντίσεις, να διερευνήσεις τα δυναμικά στην οικογένεια, να διακρίνεις αν η δυσκολία αφορά το παιδί ή το σύνολο της οικογένειας γενικά. Και αν το κρίνεις απαραίτητο, να τον παραπέμψεις σε κάποια άλλη δομή. Η δική μου επιβράβευση έρχεται όταν οι ίδιοι οι γονείς ή οι έφηβοι, θα με καλέσουν μετά από καιρό και θα με ενημερώσουν για τη θετική έκβαση που είχε η συνομιλία μας στη δυσκολία τους και για το πώς ένα απλό τηλεφώνημα τους βοήθησε σε μια σημαντική στιγμή της ζωής τους», καταλήγει ο κ. Γιώτας.

- Η πανελλαδική γραμμή παροχής συμβουλών σε παιδιά, εφήβους και γονείς, 11525 στελεχώνεται από Ψυχολόγους και Κοινωνικούς Λειτουργούς. Η γραμμή λειτουργεί από Δευτέρα έως Παρασκευή, ώρες 09:00 έως 21:00. Τα θέματα που αφορούν τις υπηρεσίες της Γραμμής είναι: συμβουλές σε παιδιά και εφήβους, πληροφορίες για αρμόδιους φορείς για το παιδί, προσωπικές συναντήσεις με ειδικούς κατόπιν αξιολόγησης και καταγγελίες για περιστατικά κακοποίησης ανηλίκων.

- Η «Πρωτοβουλία για το Παιδί» ιδρύθηκε το 2008 και είναι σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αφοσιωμένο στην υπόθεση της προστασίας και της φροντίδας παιδιών που βρίσκονται σε ανάγκη και σε κίνδυνο: ορφανών, παραμελημένων, κακοποιημένων ή εγκαταλειμμένων παιδιών. Στηρίζεται στον εθελοντισμό και οι πόροι της προέρχονται κυρίως από δωρεές και δικές της δράσεις. Όσοι επιθυμούν να καταγγείλουν περιστατικά παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης μπορούν να τηλεφωνήσουν σε 24ωρη βάση στο 23310-23700, με εμβέλεια την Ημαθία και τους όμορους νομούς.