Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Η κυρία Ματίνα μέτρησε ξανά τον πάτο του παπουτσιού της και επιδέξια με το ψαλίδι έκοψε ένα ομοιόμορφο σχήμα από το σκληρό χαρτόνι που κρατούσε γι αυτές τις περιπτώσεις. Με προσοχή έβαλε το κομμένο χαρτόνι στο εσωτερικό του παπουτσιού της φροντίζοντας να κλείσει τις τρύπες της φθαρμένης σόλας. Συνέχισε κόβοντας ακόμη ένα κομμάτι από το χαρτόνι και «σόλιασε» εσωτερικά και το άλλο της παπούτσι. Ήλπιζε πως αυτή η πρόχειρη κατασκευή θα προστάτευε τα πόδια της από το κρύο και την υγρασία του χειμώνα. Κατόπιν φόρεσε τις κάλτσες της κι από πάνω έβαλε μικρές νάιλον σακούλες, που όπως πίστευε, θα την προστάτευαν καλύτερα από τη σίγουρη υγρασία των ημερών.
Ήξερε πως η σημερινή ημέρα θα ήταν πολύ δύσκολη γι αυτήν και θα έπρεπε να προετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορούσε. Την είχε ειδοποιήσει ο σπιτονοικοκύρης της με τελεσίδικο τρόπο, ότι σήμερα ήταν η τελευταία μέρα που θα έμενε στο σπίτι, γιατί θα της έκανε έξωση.
Η Ματίνα, από τότε που έχασε την κόρη της, ήταν μόνη της στη ζωή χωρίς συγγενείς. Και τους λιγοστούς φίλους που είχε πριν τους έχασε, όταν οικειοθελώς απομονώθηκε μετά τον θάνατο της κόρης της. Όλοι της έλεγαν πως θα έπρεπε να κάνει κουράγιο και να συνεχίσει τη ζωή της. «Ποια ζωή;» αναρωτιόταν. Όλη της η ζωή τα τελευταία χρόνια ήταν η κόρη της και η φροντίδα της. Σταδιακά παραιτήθηκε από κάθε χαρά της ζωής και αδιαφορούσε για οτιδήποτε και να της συνέβαινε. Έχασε την δουλειά της και δεν νοιάστηκε να βρει άλλη. «Για ποιο λόγο…», μονολογούσε χωρίς να δίνει καμία απάντηση ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Δεν νοιάστηκε ν' ανανεώσει τα δικαιολογητικά για τα ελάχιστα επιδόματα που δικαιούνταν από μια γραφειοκρατική και ανάλγητη κρατική πρόνοια. Ζούσε με ελάχιστα και από αυτά τα πιο πολλά ήταν βοηθήματα και ελεημοσύνη γειτόνων και περαστικών της γειτονιάς της.
Εκείνο το πρωί, σαν να φώτισε μια αναλαμπή το μυαλό της, κατάλαβε πως δεν είχε περιθώρια κι έπρεπε κάτι να κάνει για να γλυτώσει την έξωση. Αφού ετοιμάστηκε και θωρακίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε για το κρύο, βγήκε στους δρόμους ελπίζοντας να καταφέρει κάτι έστω και προσωρινό και ν' αποφύγει την έξωση. Πήγε στα γραφεία της πρόνοιας. Την άκουσαν με προσοχή, αλλά όπως της εξήγησαν, δεν μπορούσαν να της προσφέρουν σ' αυτή τη φάση το παραμικρό. Άφησαν ένα θολό μικρό παράθυρο να δουν το θέμα της με τη νέα χρονιά. Χωρίς να απογοητευθεί, πήγε στην ενορία που ανήκε. Την άκουσαν με προσοχή, αλλά το μόνο που μπορούσαν να κάνουν γι αυτή ήταν να της δώσουν τροφή και λίγα ρούχα για να περάσει τις «Άγιες μέρες» όπως χαρακτήρισαν το παρόν χρονικό διάστημα.
Έφυγε και μέσα στο κρύο περνούσε από κάθε φιλόπτωχο και σύλλογο αλληλεγγύης γνώριζε στην περιοχή. Παντού την άκουγαν με προσοχή και συγκατάβαση, αλλά όπως έλεγαν «Δυστυχώς, στην παρούσα φάση δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι ουσιαστικό. Θα εξέταζαν το θέμα της μετά τις γιορτές». Είχε κουραστεί. Μια γκρίζα αύρα την τύλιγε και μαζί με την παγωνιά που κυριαρχούσε, έχανε σταδιακά και τις ελάχιστες ελπίδες που είχε αρχικά. Έσφιξε τη μαύρη μαντίλα της γύρω απ' τα μαλλιά της για να προστατευτεί από το παγωμένο χιόνι που έπεφτε ανελέητο, χωρίς να νοιάζεται για τα προβλήματα της Ματίνας. Μαζί με το χιόνι τα απαλό πέπλο μιας πολύ κρύας νύχτας την τύλιγε και αυτό μαζί με την κούραση την έκανε απρόσεχτη.
Βάδιζε με μια ελαφριά αστάθεια από την κούραση και το κρύο, χωρίς να δίνει σημασία που πατάει. Κάποια στιγμή το πόδι της βούλιαξε στα λασπωμένα νερά μιας λακκούβας, από τις τόσες που υπήρχαν στα πεζοδρόμια της άφιλης πόλης. Με μιας ένιωσε το παπούτσι της να χαλαρώνει και τον πάτο με το χαρτόνι που με τόσο κόπο είχε φροντίσει να το ενισχύσει, να διαλύεται και το κρύο βρώμικο νερό να μουδιάζει τα ήδη παγωμένα δάκτυλα του ποδιού της. Αντιδρώντας από ένστικτο έκανε ένα μικρό πήδημα για να βγει από τη νερολακκούβα, αυτό όμως είχε ολέθρια αποτελέσματα και για το άλλο της παπούτσι, που διαλύθηκε και έμεινε μέσα στα λασπωμένα νερά.
Η Ματίνα βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει στον χιονισμένο δρόμο χωρίς παπούτσια, με τα δάκτυλα των ποδιών της να τσούζουν και σταδιακά να μουδιάζουν. Έσκυψε και χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα έβγαλε τις βρεγμένες κάλτσες της και τις πέταξε. Για λίγο αισθάνθηκε καλύτερα, αλλά μόνο για λίγο. Βελόνες νόμιζε πως τρυπούσαν τις πατούσες στης και το υγρό που κυλούσε δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν νερό ή πύον. Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε σε μια στάση των αστικών γραμμών και αποφάσισε, αν και δεν είχε το αντίτιμο του εισιτηρίου, ν' ανέβει στο όχημα που στάθμευσε μετά από λίγο. Μπήκε μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βιαστικά κάθισε σ' ένα κάθισμα στη μέση του οχήματος. Ένας συνεπιβάτης που παρακολούθησε τη βιασύνη της πλήρωσε για λογαριασμό της το αντίτιμο του εισιτηρίου και έβαλε το χαρτάκι στη χούφτα της. Αυτή το πήρε και χαμογέλασε αδιάφορα σαν να μην την αφορούσε ή όλη κίνηση.
Στο λεωφορείο ανεβοκατέβαινε βιαστικά πλήθος κόσμου που προσπαθούσε να γυρίσει στην ζεστασιά του σπιτιού του. Έβλεπαν τη Ματίνα που έτριβε μεταξύ τους τα γυμνά πόδια της σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τα ζεστάνει και γύριζαν με τακτ αλλού το βλέμμα τους, ίσως για να μη τη φέρουν σε δύσκολη θέση (αλήθεια, υπήρχε ακόμη πιο δύσκολη θέση για τη Ματίνα;).
Ένας μεσόκοπος κύριος έσκυψε δίπλα της και της έβαλε στη χούφτα ένα μικρό χαρτονόμισμα το οποίο πήρε η γυναίκα μ' ένα ελαφρύ χαμόγελο. Ο μεσόκοπος κύριος κοίταξε προς την οροφή του οχήματος κάτι μουρμούρισε κι ένιωσε ικανοποιημένος με την κίνηση του. Ένα κοριτσάκι της έβαλε στα χέρια τον αυτοσχέδιο κουμπαρά που είχε φτιάξει για τα κάλαντα που έλεγε. Ένα πεντάχρονο αγοράκι είπε με την αφέλεια που διακρίνει την ηλικία του: «Κοίτα μαμά, η κυρία είναι ξυπόλυτη!» πράγμα που έφερε σε δύσκολη θέση τη μάνα του η οποία προσπάθησε να το κάνει να σιωπήσει.
Η Ματίνα δεν νοιαζόταν πλέον για τον προορισμό του αστικού λεωφορείου, απλά προσπαθούσε να στεγνώσει τα παγωμένα πόδια της τρίβοντας τα μεταξύ τους. Το όχημα είχε μπει στην αγορά της πόλης. Από τις δυο πλευρές του δρόμου πολύχρωμα φώτα προσπαθούσαν να δώσουν μια γιορτινή ατμόσφαιρα στην πόλη, φωτίζοντας πλήθος διαβατών που βιαστικοί, φορτωμένοι με τα δώρα που αγόρασαν, προσπαθούσαν να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στα σπίτια τους. Έξω από τη στάση που ήταν μπροστά από ένα ακριβό πολυκατάστημα μπήκε μαζί με άλλους επιβάτες κι ένας χλωμός νεαρός με άσπρο μπουφάν τυλιγμένος με άσπρο κασκόλ φορώντας τα επώνυμα ακριβά παπούτσια του. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στο κινητό του τηλέφωνο που έστελνε μηνύματα και χαμογελούσε ευχαριστημένος, προφανώς από τις απαντήσεις που λάμβανε.
Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε στα γυμνά πόδια της Ματίνας. Έμεινε για λίγο αποσβολωμένος με το θέαμα και μετά αποφασιστικά γονάτισε μπροστά της, έβγαλε το κασκόλ του, σκούπισε με προσοχή τα πόδια της και τα στέγνωσε. Μετά έβγαλε τα παπούτσια του και τις κάλτσες του και τα φόρεσε στα παγωμένα πόδια της. Σηκώθηκε και με αργές κινήσεις έβγαλε το μπουφάν του και τύλιξε με αυτό την παγωμένη γυναίκα. Μέσα στη βουβαμάρα που επικράτησε μέσα στο όχημα αυτός στην επόμενη στάση βγήκε και περπατούσε ξυπόλυτος στον χιονισμένο δρόμο. Το γιορτινό φως των δρόμων και των βιτρινών έπεφτε πάνω του κι έκανε τη φιγούρα του να μοιάζει απόκοσμη.
«Είναι άγιος», είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα μέσα στο λεωφορείο, και σταυροκοπήθηκε. «Όχι! Είναι άγγελος!» είπε η γυναίκα σφίγγοντας στην αγκαλιά της το πεντάχρονο αγοράκι της. Σχεδόν όλοι οι επιβάτες συμφώνησαν μ΄ ένα μουρμουρητό κατάφασης μαζί της. Τότε ακούστηκε καθαρά η φωνή του μικρού αγοριού…. «Όχι μαμά…Τον είδα πολύ καλά! Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ!