Του Κωνσταντίνου Μαργαρίτη
Δημοσιογράφος
Η διευκόλυνση για τους πρόσφυγες στην Τουρκία αποτελεί την απάντηση της ΕΕ στην έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για σημαντική πρόσθετη χρηματοδότηση με σκοπό τη στήριξη των προσφύγων στην Τουρκία. Πρόκειται για έναν μηχανισμό συντονισμού και εξορθολογισμού μιας εισφοράς ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσού προερχόμενου από την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της.
Η στήριξη καλύπτει ανθρωπιστικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες. Στόχος της διευκόλυνσης είναι να ενισχύσει την αποδοτικότητα και τη συμπληρωματικότητα της στήριξης που παρέχεται στους πρόσφυγες και στις κοινότητες υποδοχής στην Τουρκία.
Συνολικά, διαπιστώθηκε ότι, σε δύσκολες συνθήκες, η διευκόλυνση για τους πρόσφυγες στην Τουρκία παρείχε χρήσιμη στήριξη στους πρόσφυγες και στις κοινότητες υποδοχής και ότι η Επιτροπή υλοποίησε τις συστάσεις που είχανε διατυπώσει το 2018.
Τα έργα που εξετάσανε ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των προσφύγων και των κοινοτήτων υποδοχής στους διάφορους τομείς προτεραιότητας, αλλά, για μια σειρά λόγων, η υλοποίησή τους καθυστέρησε σημαντικά και το κόστος των έργων δεν αποτελούσε αντικείμενο συστηματικής αξιολόγησης.
Αν και οι προγραμματισμένες εκροές παραδόθηκαν, η μέτρηση του αντικτύπου της διευκόλυνσης ήταν ανεπαρκής και η βιωσιμότητα έχει μέχρι στιγμής διασφαλιστεί για τα έργα υποδομής, όχι όμως και για ορισμένα έργα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της κοινωνικο-οικονομικής στήριξης.
Η χρηματοδότηση που διατέθηκε μέσω της διευκόλυνσης εξασφάλισε την ταχεία διάθεση χρηματοδοτικών πόρων και την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων για την άμβλυνση της πίεσης που υφίστανται οι υποδομές υγείας και εκπαίδευσης, καθώς και οι δημοτικές υποδομές, λόγω της μεγάλης εισροής προσφύγων. Τα περισσότερα έργα εγκρίθηκαν εγκαίρως.
Συνολικά, οι εκροές που είχαν προγραμματιστεί στους διάφορους τομείς επιτεύχθηκαν. Ωστόσο, στον τομέα της εκπαίδευσης, δεν κατέστη δυνατό να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος της χρηματοδότησης που διατέθηκε από τη διευκόλυνση στην ενσωμάτωση και την επιτυχία των παιδιών προσφύγων στο τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τα έργα που είχαν προγραμματιστεί, όπως εκείνα που αφορούσαν την επαγγελματική κατάρτιση και την παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες για τη σύσταση επιχειρήσεων, εν πολλοίς ολοκληρώθηκαν. Δεν ήταν βέβαια αρκετός ο βαθμός παρακολούθησης, καθώς δεν μετρούνταν ο αντίκτυπος. Για παράδειγμα, δεν είχαν προβλεφθεί ενέργειες για την παρακολούθηση της επαγγελματικής πορείας των προσφύγων ή της εξέλιξης των επιχειρήσεων που χρηματοδοτήθηκαν. Επίσης, σε ό,τι αφορά στα νέα σχολεία που κατασκευάστηκαν για τον προσφυγικό πληθυσμό, το κλιμάκιο ελέγχου δεν κατόρθωσε να λάβει από το τουρκικό Υπουργείο Παιδείας τα απαραίτητα στοιχεία για να αξιολογήσει τον αντίκτυπο που είχαν οι νέες αυτές δομές στους ωφελούμενους.
Η Επιτροπήεφάρμοσε κατάλληλα μέτρα για την παρακολούθηση των έργων που χρηματοδοτούνται από τη διευκόλυνση. Ωστόσο, τα πλαίσια αναφοράς στοιχείων και παρακολούθησης είχαν κατά κανόνα σχεδιαστεί για τη μέτρηση εκροών και όχι επακόλουθων και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατός ο υπολογισμός του αντικτύπου των έργων, ιδίως δε των έργων στον κοινωνικο-οικονομικό τομέα.
Η Επιτροπή μπόρεσε να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των έργων υποδομής. Ωστόσο, τα έργα στους άλλους τομείς δεν περιλάμβαναν στρατηγική βιωσιμότητας, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την εξέλιξή τους. Παρά τις βελτιώσεις που έχουν επέλθει από το 2018, καταλήξανε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ακόμη μεγαλύτερο περιθώριο αύξησης της αποδοτικότητας των δαπανών και του τεκμηριωμένου αντικτύπου της διευκόλυνσης.
Λόγω της γεωγραφικής θέσης της, η Τουρκία αποτελεί σημαντική χώρα υποδοχής και διέλευσης προσφύγων που έχουν προορισμό την Ευρώπη. Ο συνολικός πληθυσμός της ανέρχεται σε 87 περίπου εκατομμύρια και αυτή τη στιγμή φιλοξενεί περισσότερους από 4 εκατομμύρια καταγεγραμμένους πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων περισσότερους από 3,2 εκατομμύρια πρόσφυγες συριακής καταγωγήςκαι περισσότερους από 320 000 από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Ιράν. Λιγότερο από το 5 % των προσφύγων ζουν σε καταυλισμούς, με αποτέλεσμα η παρουσία τους να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις τοπικές κοινότητες, ιδίως στις επαρχίες που γειτνιάζουν με τη Συρία και στις περιοχές γύρω από τα κύρια αστικά κέντρα.
Η Επιτροπή επιχείρησε επίσης να βελτιώσει το περιβάλλον λειτουργίας των διεθνών ΜΚΟ, προσπάθεια που υπονομεύθηκε από την έλλειψη πολιτικής βούλησης από μέρους των εθνικών αρχών.
Απαιτείται συνέπεια και συνέχεια στο στόχο. Ο δρόμος είναι δύσβατος και η ΕΕ καλείται να το διαχειριστεί αποτελεσματικά.