Στην αυλή αυτού του περίλαμπρου κτιρίου στις Αιγές οι Μακεδόνες ανακήρυξαν το φθινόπωρο του 336 π.Χ. βασιλιά τους τον Αλέξανδρο, φωνάζοντας το όνομά του και χτυπώντας με το δόρυ την ασπίδα στο θώρακά τους. Ενώ σε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα θα τον ακολουθούσαν στα βάθη της Ανατολής συνεπαρμένοι από το όραμά του.
Σήμερα όμως, με όσα κομμάτια του έχουν διασωθεί και ύστερα από μεγάλη έρευνα για την αρχιτεκτονική και τη δομή του, το ανάκτορο των Αιγών παρουσιάζεται πλέον αναστηλωμένο και αποκατεστημένο από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας με την προϊσταμένη του δρα Αγγελική Κοτταρίδη, δίνοντας την πληρέστερη δυνατή εικόνα του, που μιλάει για τον μεγαλοφυή σχεδιασμό και τη μεγαλειώδη κατασκευή του.
Το πρόπυλο και οι στοές της πρόσοψης, οι αναταγμένοι τοιχοβάτες και τα συντηρημένα ψηφιδωτά των τεράστιων ανδρώνων, όπου γίνονταν τα περίφημα συμπόσια των Μακεδόνων βασιλέων το αποδεικνύουν.
Πριν ένα χρόνο εξάλλου, στις Αιγές εγκαινιάστηκε από τον κ. Μητσοτάκη και το εντυπωσιακό Πολυκεντρικό Μουσείο, που περικλείει τα μνημεία της πρωτεύουσας των Μακεδόνων -το Ανάκτορο του Φιλίππου, την ταφική συστάδα των Τημενιδών και το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων- αναδεικνύοντας την ιστορία και τον πολιτιστικό τους πλούτο.
Μεγαλοπρέπεια, καινοτομία, πολυτέλεια
Κτισμένο ανάμεσα στο 350 και το 340 π.Χ. στο άστυ των Αιγών και σε υπερυψωμένο άνδηρο, το ανάκτορο αποτελούσε τον βασικό πόλο του οικοδομικού προγράμματος του Φιλίππου Β’. Το θέατρο άλλωστε, όπου ο βασιλιάς έπεσε νεκρός, ύστερα από το δολοφονικό κτύπημα έμπιστου σωματοφύλακά του βρίσκεται δίπλα του.
Όπως αναφέρει η κυρία Κοτταρίδη, πρωτεργάτης του τεράστιου το κτίριο ήταν ορατό από ολόκληρη τη λεκάνη της Μακεδονίας ενώ αρχιτέκτονάς του ήταν ίσως ο Πύθεος, γνωστός για την συμμετοχή του στην κατασκευή του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού αλλά και για την συνεισφορά του στην εξέλιξη της πολεοδομίας.
Καινοτομία του μεγαλειώδους κτίσματος ήταν οι διώροφες λειτουργικές στοές με χώρους για να ανεβεί κανείς στον δεύτερο όροφο, «ένας πρόγονος ουσιαστικά της στοάς του Αττάλου στην Αθήνα», σύμφωνα με την ίδια
Πριν απ΄ όλα τα άλλα όμως, αυτό το κτίριο, κατοικία του βασιλιά των Μακεδόνων και στη συνέχεια ηγεμόνα και αρχιστράτηγου των Πανελλήνων είναι το μόνο ανάκτορο της κλασικής Ελλάδας, που είναι γνωστό ως έδρα της πολιτικής εξουσίας και συγχρόνως κέντρο πνευματικής δημιουργίας.
Η μεγαλοπρέπεια, η λειτουργικότητα και η καθαρότητα του σχεδιασμού του το έκαναν να ξεχωρίζει. Το ίδιο και η πολυτέλειά του με τις άριστης ποιότητας μαρμαροκονίες ώστε να δίνουν την αίσθηση μαρμάρου, τα ανάγλυφα ακροκέραμα, τα μαρμαροθετήματα και τα ψηφιδωτά -εξαίρετα έργα τέχνης- τα πανάκριβα υλικά.
Ως αρχιτεκτονικό πρότυπο έτσι, θα επαναλαμβανόταν στην συνέχεια σε όλη την ελληνιστική οικουμένη αν και κανένα από τα νεώτερά του κτίρια δεν θα έφθανε τη σαφήνεια, την πληρότητα και την απόλυτη καθαρότητα του πρωτότυπου.
Αυλή για χιλιάδες ανθρώπους
Με έκταση περίπου 9.250 τ.μ. στο ισόγειο, το κτίριο ήταν διώροφο κατά ένα μεγάλο τμήμα του.
Περνώντας από το πρόπυλο έμπαινε κανείς στην τετράγωνη αυλή, που είχε μνημειακή μορφή με ένα τεράστιο περιστύλιο, σε κάθε πλευρά του οποίου υπήρχαν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες που επιστέφονταν από δωρική ζωφόρο. Τα αρχιτεκτονικά μέλη ήταν κατασκευασμένα από πωρόλιθο και καλύπτονταν από λεπτά κονιάματα σε λευκό χρώμα αλλά και σε ζωηρό γαλάζιο και κόκκινο.
Η αυλή άλλωστε μπορούσε να φιλοξενήσει άνετα περισσότερο από δύο χιλιάδες ανθρώπους καθιστούς ως εκ τούτου λειτουργούσε κυρίως ως ο χώρος όπου επικεντρωνόταν η πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτους.
Στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου υπάρχει μία μεγάλη κυκλική αίθουσα, η λεγόμενη θόλος, όπου βρέθηκαν αναθηματικές επιγραφές με αναφορά στον «πατρώο Ηρακλή», τον οποίο οι βασιλείς της Μακεδονίας τιμούσαν ως πρόγονό τους.
Όλοι οι χώροι σ’ αυτήν την περιοχή μάλιστα, θεωρείται ότι είχαν ιερό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν από τον βασιλιά, που ήταν συγχρόνως και αρχιερέας.
Οι χώροι των συμποσίων, στρωμένοι με ψηφιδωτά από βότσαλα υπήρχαν τόσο στην ανατολική όσο και στην βόρεια πλευρά ενώ δύο διάδρομοι οδηγούσαν από το περιστύλιο στον εξώστη, μια ευρύχωρη βεράντα με πανοραμική θέα στην πόλη, που συνιστά αρχιτεκτονική καινοτομία του ανακτόρου.
Τα συμπόσια
Οι «επίσημοι» χώροι βρίσκονταν στην νότια πλευρά του. Πρόκειται συγκεκριμένα, για πέντε χώρους, από τους οποίους οι τρεις σχηματίζουν κλειστό σύνολο με πρόσβαση από τον μεσαίο, έναν προθάλαμο ίσως, που ανοίγεται προς την αυλή με ένα μνημειακό πολύθυρο με τρεις ιωνικούς αμφικίονες.
Τα ψηφιδωτά δάπεδα εδώ είναι εντυπωσιακά. Ένα από αυτά, που σώζεται σε καλή κατάσταση είναι φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, κίτρινα και κόκκινα βότσαλα ενώ το σχέδιό του αποδίδει ένα περίτεχνο λουλούδι, που ανθίζει στο κέντρο του, πλαισιωμένο από πολύπλοκα ελικωτά βλαστάρια και άνθη εγγεγραμμένα σε έναν κύκλο!
Μαίανδροι εξάλλου, στολίζουν την περιφέρεια του κύκλου, μοιάζοντας αυτούς βρίσκονται στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β΄ ενώ ξανθά κορίτσια, μισές γυναίκες-μισά λουλούδια «φυτρώνουν» στις γωνίες, δίνοντας χάρη και δροσιά στο σύνολο.
Γύρω από το ψηφιδωτό υπάρχει ένα πλατύ σκαλοπάτι, επάνω στο οποίο θα τοποθετούνταν οι κλίνες των συνδαιτυμόνων για τα συμπόσια –ανάλογες κατασκευές υπήρχαν και σε άλλα δωμάτια- έτσι, όπως υπολογίζεται στο ανάκτορο υπήρχε χώρος συνολικά για 278 κλίνες. Ο Φίλιππος δηλαδή, μπορούσε να παραθέσει συμπόσιο σε περισσότερους από 500 καλεσμένους συγχρόνως. Κάτι αδιανόητο για την Αθήνα, αίφνης.
Περισσότερο λιτές τέλος, είναι οι τρεις τεράστιες αίθουσες της δυτικής πλευράς με τα μαρμαροθετήματα. Όσο για τα διαμερίσματα των γυναικών και τους κοιτώνες θα βρίσκονταν στον όροφο, που υπήρχε στην ανατολική αλλά και στη δυτική πλευρά.
Εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε επίσης, σύστημα ύδρευσης που έφερνε το νερό από τις πηγές του βουνού αλλά και αποχέτευσης.
Δύο αιώνες αργότερα όμως όλα αυτά, θα καταστρέφονταν από την επέλαση των Ρωμαίων. Οι Αιγές θα εξαφανίζονταν και τα ερείπια του ανακτόρου θα έδιναν ως και τον περασμένο αιώνα οικοδομικό υλικό στα χωριά της περιοχής. Αλλά η ιστορία ευτυχώς, δεν σταμάτησε εκεί.
Μαρία Θέρμου / https://www.mononews.gr/