Σαν σήμερα πριν 50 χρόνια ο Νίκος Κοεμτζής από το Αιγίνιο Πιερίας σκότωσε τρεις και τραυμάτισε 7 για μια "παραγγελιά"
Ήταν 24 Φεβρουαρίου του 1973, Απόκριες. Γιορτινή ατμόσφαιρα, στην Αθήνα. Η νυχτερινή ζωή στα καλύτερα της, αν και η δύσκολη εποχή της Χούντας. Το αγαπημένο στέκι της Κυψέλης, η «Νεραϊδα της Αθήνας» με τραγουδιστή τον Κώστα Καρουσάκη και τον Τάκη Αθανασιάδη ασφυκτικά γεμάτο.
Στη μέση της βραδιάς εμφανίζεται μια παρέα 5 ατόμων, 3 άνδρες και 2 γυναίκες και κάθεται δίπλα στο τραπέζι που ήταν δίπλα στην πίστα. Ανάμεσα σε αυτούς, ο αδερφός του Νίκου Κοεμτζή δίνει παραγγελιά στον τραγουδιστή Κώστα Καρουσάκη να τραγουδήσει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη.
«Δεν μπορώ, του απάντησα σκύβοντας προς το τραπέζι του. Κοίτα τι γίνεται!… Χορεύουν τόσοι άνθρωποι. Είναι δύσκολο να τους κατεβάσω Σαββατιάτικα απ’ την πίστα…
Μου γνέφει απειλητικά με τη γνωστή χειρονομία, βάζοντας το δείκτη του χεριού του στα χείλη του. «Όταν κατέβεις θα τα πούμε…», αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Τα λερωμένα, τα άπλυτα της Νύχτας» ο τραγουδιστής.
«Από ένστικτο για να αποφύγω μια πιθανή φασαρία, ύστερα από την απειλητική διάθεση του συγκεκριμένου πελάτη, είπα το σλόου – λεζάντα τραγούδι μου «Ήταν κι αυτή μια περιπέτεια», για να σταματήσει ο κόσμος να χορεύει και να κατέβει από την πίστα. Τελείωσα το πρόγραμμά μου γρηγορότερα και πήγα στην κουζίνα του κέντρου να πιω λίγο νερό. Στο διάδρομο συνάντησα τον Τάκη Αθανασιάδη και εν ολίγοις του είπα το περιστατικό που πριν λίγο είχε συμβεί. Του ζήτησα να τραγουδήσει εκείνος την «παραγγελιά» αν τη ζητήσουν ξανά.
Η παρέα του Νίκου Κοεμτζή ζήτησε το συγκεκριμένο τραγούδι και από τον Τάκη Αθανασιάδη, που της έκανε το χατίρι. Ο αδερφός του Νίκου σηκώθηκε για να χορέψει την «παραγγελιά». Όμως η πίστα ήταν γεμάτη. Με την έναρξη του τραγουδιού ο κόσμος άρχισε να χορεύει μαζί του το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο. Εκείνος πλησίασε τον τραγουδιστή και τον πίεζε να πει στο μικρόφωνο πως οι «Βεργούλες» είναι «παραγγελιά» και ήθελε να χορέψει μόνος του. Ο Τάκης αρνήθηκε λέγοντάς του «Πέστο εσύ στο μικρόφωνο να φύγουν απ’ την πίστα, γιατί εγώ δεν το λέω. Ζήτησέ το εσύ από τον κόσμο, για να χορέψεις όπως γουστάρεις…».
Κατεβείτε όλοι κάτω ρε για να χορέψω εγώ! «Παραγγελιά», δεν ακούτε ρε… εεεεε; Τότε εκείνος άρχισε να τους σπρώχνει βίαια.»
Και εκεί αρχίζει η διασκέδαση να γίνεται τραγωδία. Στην πίστα χόρευαν 2 αστυνομικοί με πολιτικά. Ο Νίκος Κοεμτζής βλέποντας τη βαβούρα πάνω στην πίστα, ανέβηκε, έβγαλε το μαχαίρι του κι άρχισε να μαχαιρώνει όποιον έβρισκε μπροστά του. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει, μαχαίρωνε και όποιον συναντούσε στο διάβα του μέχρι να φτάσει στην έξοδο του κέντρου, προτείνοντας το μαχαίρι του δεξιά και αριστερά, αριστερά και δεξιά, προφανώς για να μην μπορεί κανείς να τον πλησιάσει και τον εμποδίσει μέχρι να ξεφύγει.
Νεκροί, τραυματίες αίμα και γαρύφαλλα στην πίστα
Πανικός, ουρλιαχτά, νεκροί στην πίστα, τραυματισμένοι, αίματα παντού. Ο Κοεμτζής κρατώντας πάντα το μαχαίρι του χάθηκε μέσα στη νύχτα. Τρεις νεκροί, εκ των οποίων οι δύο ήταν αστυνομικοί, και εφτά τραυματίες ο απολογισμός του αιματηρού φονικού.
Μετά τη σύλληψή του, ο Κοεμτζής υποστήριξε ότι θόλωσε από το ποτό και από την προσβολή και ότι νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του. Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο δράστης είχε ψυχολογικά προβλήματα• μάταια.
Η καταδίκη και η θανατική ποινή
Ο Νίκος Κοεμτζής καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια. Η δίκη του ολοκληρώθηκε τρεις μέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και για τρία χρόνια, ζούσε με τον θάνατο σε απόσταση αναπνοής. Η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, μετέτρεψε τον Κοεμτζή σε ισοβίτη• μεταφέρθηκε από τις φυλακές της Αλικαρνασσού στην Κέρκυρα κι έμεινε έγκλειστος για 23 χρόνια. Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996.
Η ζωή μετά τη φυλακή
Βγαίνοντας από τη φυλακή, όλα έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Ο Κοεμτζής αναγκάζεται να πουλά την αυτοβιογραφία του στην πόρτα των δικαστηρίων στην «Ευελπίδων» και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι. Εκεί, στο Μοναστηράκι, τον βρήκε ο θάνατος, στις 23 Σεπτεμβρίου του 2011, στα 73 του από έμφραγμα, την ώρα που πουλούσε τα βιβλία του.
«Πέθανε από την αφαγία και τη ζέστη», είπε φίλος του ο Γιώργος Λιάνης.
Το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος στο δίσκο Ρεζέρβα συμπεριέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο«Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο». Ένα χρόνο αργότερα, το 1980 ο Παύλος Τάσιος σκηνοθέτησε την ταινία «Παραγγελιά» με πρωταγωνιστή Αντώνη Αντωνίου (αρχικά ο ρόλος ήταν να τον πάρει ο Νίκος Κούρκουλος) που περιγράφει με τον ιδιαίτερο τρόπο του Τάσιου και με την απαγγελία ποιημάτων της συζύγου του Κατερίνας Γώγου το μακελειό στη Νεράιδα της Αθήνας.« Η ζωή μας είναι σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα».
In.gr